Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Αγιασώτικες Λέξεις από ‘Κ‘


Κα = ηχομιμητική συλλαβή που την ξέρει και η κότα γι' αυτό και κακαρίζει, όταν αυτό καμαρώνεται για το αβγό που έκανε. Σα συλλαβή αυτοτελής δεν έχει νόημα, χρησιμοποιείται όμως στις φρ. < θα πεις κα απ' τ'ν πείνα ή τη δίψα> που επιτείνει την έννοια της στέρησης και πιο συγκεκριμένα σημαίνει θα κακαρίζεις απ' την πείνα ή τη δίψα.
Καβάδ (το) =
  1. μακρύ ανδρικό φόρεμα σαν επανωφόρι, χωρίς μανίκι.
  2. ράσο. Παρ. φρ. < δε βγαίν' του πανί καβάδ' > = δεν φτάνει το ύφασμα για να γίνει καβάδ' και μετάφ. δεν έχω τις οικονομικές δυνατότητες να κάνω κάτι που θέλω. Η λ. σχετίζεται με κάποια υποθετική πόλη Κάβαδα της Καρμανίας (= Περσίας) που σήμερα λέγεται Κέρμαν. Κατά το Meyer απ' το σερβ. Kavad.
Καβάκι (το) = λεύκα η μέλαινα, [τουρκ. kavak]
Καβαλάδους (ο) = λιόφυτη περιοχή που αρχίζει (με αφετηρία την Αγιάσο -Λέσβου) απ' τον Άγιο Ευστάθιο, εκτείνεται εκατέρωθεν του αμαξιτού (Αγιάσος-Μυτιλήνη) και φτάνει ως τη διακλάδωση Ιππείου. Στο δρόμο αυτό γινότανε στα χρόνια τα παλιά αλογοδρομίες, εξού και η ονομασία της περιοχής.
Καβάλ' (το) = ορθογώνιο μακρόστενο ανάχωμα 2-3 μέτρα στο μάκρος και 0,50 εκατοστά στο πλάτος, που φτιάχνουμε ανάμεσα σε δύο αυλάκια και στο οποίο φυτεύουμε κηπευτικά. Αγνώστου ετύμου. Ίσως, επειδή καβαλάει τρόπον τινά το αυλάκι, μια και βρίσκεται από πάνω του, το ονόμασαν καβάλ'.
Καβγαλής - καβγαλίδ'σσα επίθ. = κείνος που κάνει ή γίνεται πρόξενος καβγάδων, όπως η αμφισβητούμενη κυριότητα μιας ελιάς, που στην Αγιάσο λέγεται < καβγαλίδ'σσα ιλιά >. Επειδή μια καβγαλίδ'σσα ελιά δέχεται σημάδια (χαράκια) στον κορμό της απ' τους διεκδικητές, γι' αυτό πλάστηκε η παρ. φρ. < γη μούρ' σ' είνι σαν καβγαλίδ'σσα ιλιά > (= έχει χαρακιές από χτυπήματα), [τουρκ. kavga (= καβγάς)]
Καβίλια (η) = μικρό ξυλαράκι, σα σφήνα, πάχους σπιρτόξυλου και μήκους ενός πόντου, με το οποίο κάρφωναν, στα χρόνια τα παλιά, οι παπουτσήδες το σολόδερμα. [ιταλ. caviglia]
Καβούλ' (το) = αποδοχή, συγκατάθεση. Φρ. <ήβριτνα ξιπαρθινιμέν' τσι όμους ποίτσι τα καβούλ' > (= ανέχτηκε την κατάσταση), [τουρκ. kabul]
Καβούρια (η) = η κοιλιά της εγκύου καβουρίνας με τα αμέτρητα καβουράκια και στη συνέχεια μεταφορικά κρυψώνας πολλών χρημάτων. Φρ. < Δημητρός φαίνιτι πους ήβρι καβούρια γι' αυτό τσι αλουνίζ' (= σκορπά αφειδώς) >. [αρχ. πάγουρος <παγ (= ρίζα του πήγνυμι = πήζω) + ουρά > πάγουρας]. Κατά Γ. Μπαμπινιώτη πιθανώς μεγεθυντικός τύπος του < το καβούρι > που είναι υποκορ. του μεταγν. κάβουρας < αρχ. κάραβος, με επίδραση του αρχ. πάγουρος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως παρατσούκλι.
Καβούτσ' (το) = όστρακο, φλοιός κουκιών. Φρ. < έφαγι κ'τσιά μι τα καβούτσια >. [τουρκ. kabuk (= φλοιός)]
Καβράμ' (το) = επίμηκες στρογγυλό και λιπαρό τμήμα του βοδιού που βρίσκεται πάνω απ' τους γοφούς. Κατά την αγοραπωλησία ο αγοραστής πιάνει με το χέρι του το καβράμ και αν είναι αναπτυγμένο, τούτο θεωρείται σημάδι καλής διατροφής του βοδιού. Μεταφ. το αντρικό πέος, λόγω σχήματος. Αγνώστου ετύμου, πιθανόν να σχετίζεται με το τουρκ. kavrama (= σύλληψη, εξήγηση) ή με το τουρκ. kabarma (= εξόγκωση) (με μετάθεση του < ρ > (το και πιθανότερο)]
Καγιάδα (η) = μεγάλη πέτρα, βράχος, [τουρκ. kaya]
Καγιάν' (το) =
  1. καστανόφυτη περιοχή Αγιάσου λίγο πιο πέρα απ' το Σανατόριο Αγιάσου και
  2. λιόφυτη περιοχή στο μέσο του αγροτικού δρόμου Κεραμειά -Ίππειος. βλ.< τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο > σελ. 33 των Δ. και Γ. Παπάνη). [τουρκ. kaya]
Καγιαρός επίθ. = αλλήθωρος, [απ' το τουρκ. kaya (= βράχος, κάτι που γέρνει στα πλάγια, όπως ακριβώς το μάτι του αλλήθωρου)]
Καγιάτους επίθ. Στην Αγιάσο και Πλωμάρι (Λέσβου) το πρόβατο που έχει στριμμένα κέρατα το λένε καγιάτο. [τουρκ. kaya]
Καγιάφας (ο) = ο αλλήθωρος, [τουρκ. kaya]
Καγίνα ή καδίνα (η) = το κεντρικό οριζόντιο δοκάρι που στηρίζεται στις γωνίες των δύο παράλληλων τοίχων του οικοδομήματος και πάνω στο οποίο καρφώνεται η δίκλινη στέγη, [βενέτ. cadena] Και η καρίνα των καϊκιών απ' την ίδια ρίζα.
Καδή βρύσ' = καστανόφυτη περιοχή της Αγιάσου που βρίσκεται πεντακόσια περίπου μέτρα πιο πέρα απ' τον κήπο της Παναγίας με κατεύθυνση τη Μαλαντρά. Βλ. σελ. 102 στο βιβλίο των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Καζάντια (τα) = κέρδη από δουλειές, εμπόριο. Φρ. < Προυκόπ'ς έκανι καζάντια στ'ν Αμερική τσι τώρα γύρ'σι στου χουριό >. [τουρκ. kazanmak (= κερδίζω)]
Καζαντίζου ρ. = κερδίζω, ωφελούμαι, [τουρκ. kazanmak]
Καζέπ (το) = ενοχλητικός, ψεύτης. Φρ. < είσι μιγάλου καζέπ > (= πολύ ενοχλητικός), [τουρκ. kazip] (= ψεύτης).
Καζίλ' (το) = κλωστή τρίχινη από γίδα με την οποία φτιάχνανε στα υφαντήρια (τσουλχανάδις) Αγιάσου τα λιόπανα για τα ελαιοτριβεία, διαδρόμους, τσόλια, τρουβάδες [τουρκ. kizil]
Καζίτ'ς (το) = παλούκι. Μεταφ. εμπόδιο, αναποδιά, [τουρκ. kazik (= πάσσαλος)]
Καζμάς (ο) = σκαφτικό εργαλείο. Φρ. < κουράσ'κα λες τσι χτύπουμ' κασμά >. Η φρ. < κασμά ρε > λέγεται για τους ενοχλητικούς και τεμπέληδες. [τουρκ. kazma < kazmak (= σκάβω)]
Κάθα και κάθι σύνδ. = κάθε. Φρ. < κάθα λίγου τσι πουλύ νάτους γιου γαμπρός στου σπίτ' > [μεσν. κάθα, που προέκυψε - κατά Γ. Χατζηδάκη - από συμφυρμό των λ. κάθε + κατά]
Καθέρ'σμα (το) = το καθάρισμα των δέντρων απ' τα ξηρά και περιττά κλαδιά, [μετγν. καθαρίζω < καθαρός]
Καθουδιά (η) = νουθεσία, συμβουλή, [μετγν. καθοδήγησις < καθοδηγώ]
Καθουδιεύγου ρ. = δείχνω το σωστό δρόμο. Φρ. < τουν καθουδιεύγου κάθι μέρα μα τούτους δεν παίρν' απί λόγια >. [αρχ. καθοδηγώ > καθουδιεύγου]
Καϊναντίζου ρ. = υποφέρω από δίψα. [τουρκ. kaynamak]
Καϊνάρι (το) = ζεστό που περιέχει μπαχαρικά ποικίλα τριμμένα στο γουδί. Το βρίσκεις το χειμώνα στα καφενεία Αγιάσου, [ίσως απ' το τουρκ. kaynak (= πηγή ζεστού)]
Κακάβ' (το) = ποικιλία αχλαδιού. Λέγεται πως το έφερε κάποιος απ' την οικογένεια Κακάβ' (= Κολαξιζέλλης).
Κακανίζου ρ. = γελώ δυνατά. Απ' τον ήχο κακα+ν + ίζω > κακανίζου], όπως κακαρίζου.
Κάκανου (το) = ηχηρό γέλιο. Φρ. < άσι ρε τα κάκανα τσι λέγει τι θες να πεις >.[ηχοποίητη λ. απ' τον ήχο κα που ακούγεται όταν γελάμε]
Κάκαρου (το) = κεφάλι, [μεσν. κάκαρον < μετγν. επίθ. κάκαρος]
Κακαρώνου και καρώνου ρ. = πεθαίνω. Φρ. < κακάρουσι απ' τ'ν πείνα >, [απ' το καρώνω με αναδίπλωση της συλλαβής κα + καρ + ώνω < αρχ. (ο) κάρος (= αναισθησία) < αρχ. καρώ (= πέφτω σε λήθαργο)]
Κακάστσ'μους επίθ. = ο πολύ άσχημος, [κακά (= επίρρ. απ' το ουδ. του επίθ. κακός) + άσχημος > κακάσχημος] Το κακά ως α' συνθετικό επιτείνει την έννοια του β' συνθετικού.
Κακναβάτους επίθ. = ο ζωηρός, ο σε οργασμό σεξουαλικό βρισκόμενος. Την έννοια τούτη τη βεβαιώνει το ακόλουθο Αγιασώτικο καρναβαλικό τετράστιχο του μουνί του κακναβάτου ανιβαίνει πα στου βάτου τσι φουνάζει κα κα κα έλα ψώλαρι κουντά [Αγνώστου ετύμου, ίσως σχετίζεται με το πουλί < κάκνος + βαίνω]
Κακότσιουρναχ'ς σύνθετη λέξη που κατάντησε κατάρα = σ' όλη σου τη ζωή να βρίσκεις κακό καιρό, αναποδιές, [κακό + καιρό + να + έχεις > κακοτσιουρνάχ'ς] < από συναρπαγή και μετάθεση του p.).
Κακούκλα (η) = μεγέθ. τύπος του επίθ. κακός. Φρ. < είνι μια κακούκλα > (= πάρα πολύ κακός)
Κακουπαίρνου ρ.=παρεξηγούμαι πολύ εύκολα και χωρίς σοβαρό λόγο. Εκλαμβάνω κάτι σαν μομφή εναντίον μου, ενώ δεν είναι. Φρ. < προυσέχιτι τα λόγια σας, γιατί Γιάνν'ς κακουπαίρν' >. [κακός + παίρνω > κακουπαίρνου (παίρνω = εκλαμβάνω) < μεσν. παίρνω < επαίρνω < αρχ. επαίρω]
Κακουποίσουρους επίθ. = κακοφτιαγμένος, ο άσχημος [κακός + ποιώ]
Κακουτράχαλους επίθ. = δύσβατος τόπος, μεταφ. ανάποδος, [κακός + αρχ. επίθ. τροχαλός (= ξηρότοιχος)]
Κακουτσέφαλους επίθ. = ανόητος. Φρ. < γιου κακουτσιέφαλους τιμουριέτι > [κακός + κεφάλι]
Κακουχ'μένους επίθ. = αυτός που βγήκε απ' το σωματικό καλούπι με ελαττώματα, ο κακοσχηματισμένος. [κακός + χυμένος < χύνω]
Κακόχρουναχ'ς λ. σύνθετη διπλής έννοιας (καλής και κακής) = κατά κυριολεξία σημαίνει κακό χρόνο να έχεις. Προέκυψε από συναρπαγή. [κακό + χρόνο + να + έχεις >] κακόχρουναχ'ς. Φρ. < ω κακοχρουνάχ'ς με 'κανίς τσι ξηράθ'κα στα γέλια > = σ' ευχαριστώ που μ' έκανες και γέλασα με την καρδιά μου, εκστομίζεται κατά περίπτωση πότε με θυμό σαν κατάρα και πότε με γέλιο σαν ευχή από ευχαρίστηση, όπως και το < πανάθεμάσε >.
Καλαθόκουλους επίθ.: λέγεται περιφρονητικά για τους βρομερούς ψυχικά. Παρομοιάζονται με τον πάτο του καλαθιού, με το οποίο μαζεύουν τις ελιές, όπου κολλάνε του κόσμου οι βρομιές, [καλάθι + κώλος]
Κάλαθου (η) = ύψωμα στην κορυφή του οποίου υπήρχαν αμπέλια πολύ καρποφόρα. Κάθε κλήμα έδινε πάνω απ' ένα καλάθι σταφύλια, εντεύθεν και το τοπωνύμιο. Βλ. < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο> σελ. 120, των Δ. και Γ. Παπάνη.
Καλάκαργια (η) = πρόκειται για πανελλήνιο παιδικό παιχνίδι με πολλά ονόματα (μακριά γαϊδάρα, ξυλογαϊδάρα, Στάγκα Μαρία, μαξιλάρι, κ.α.π. Όταν μας γίνει κανείς πολύ ενοχλητικός και βαρετός με τα λόγια του ή και τα καμώματα του, τότες του λέμε < καλάκαργια > δηλ. αρκετά μας καβάλησες (όπως γίνεται στο παιχνίδι αυτό) με την έννοια αρκετά με ενόχλησες και σταμάτα, ξεφορτώσου με. [πιθανόν να έχουμε συνεκφορά των λέξεων καλή καρδιά > καλάκαρδια > καλάκαργια (με σίγηση του - δ - όπως έγινε και στη λ. καρυδιά > καριά] βλ. σελ. 41 του βιβλίου των Γ. και Δ. Παπάνη < τα παιχνίδια μας >.
Καλάμ' (το) = περιοχή λιόφυτη Αγιάσου που βρίσκεται λίγο πιο πέρα απ' την περιοχή < Πατούδ > (βλ. σελ. 136 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Καλαμήθρα (η) = απλό εργαλείο που χρησιμεύει για να τυλίγει στα καλαμάκια το νήμα που είναι τυλιγμένο στην ανέμη και το οποίο προορίζεται για ύφανση στον αργαλειό, [καλάμι + ήθρα (κατάλ.)], όπως δαχτυλήθρα.
Καλαμίζου ρ. = τυλίγω το νήμα απ'την ανέμη στα μασούρια (καλαμάκια) για να χρησιμοποιηθεί για την ύφανση στον αργαλειό, [καλάμι + ίζω]
Καλαμουβρακάς (ο) = κακοντυμένος βρακοφόρος που τα βρακιά του φτάνουν και ακουμπάνε στα καλάμια του (= πόδια), [καλάμι + βράκας > καλαμουβράκάς >. < καλάμι < μεταγν. καλάμιον, υποκορ. του κάλαμος, μεταφ. το κόκκαλο της κνήμης (πόδι)]. Φρ. < μάζουξι γιε μ' τα καλάμια σ' >. < βράκα < λατιν. braca (= φαρδύ παντελόνι) > βράκας]
Καλαμπαλίκι και Αγιασώτικα χαλάμπαλίτσια (το) =
  1. σωρός από ασήμαντα πράγματα.
  2. πλήθος ανθρώπων που θορυβούν.
  3. οι όρχεις. Φρ.< μη ζαλίγζ'ς ρε τα χαλαμπαλίτσια μ' >. [τουρκ. kalabalik (= πλήθος)]
Καλαπόδ' (το) = ξύλινο ποδάρι, ομοίωμα ποδιού, που χρησιμοποιούσαν οι παπουτσήδες για την κατασκευή των παπουτσιών, [μεσν. καλαπόδιν < μεταγν. καλαπόδιον, υποκορ. του καλόπους (= ξύλινο πόδι)]
Καλαφατίζου ρ. = φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα σανίδια του πλοίου ή βαρελιού. Μεταφ. κάνω έρωτα. [ιταλ. calafato]
Καλέμ' (το) =
  1. πέννα από ινδοκάλαμο για γράψιμο.
  2. εργαλείο λάξευσης που χρησιμοποιούν οι πετράδες, μαρμαρογλύπτες. [τουρκ. kalem < αραβ. kalam < ελλ. κάλαμος]
Καλιά (η) = κατάσταμμα (= υγρό κατάλοιπο, προερχόμενο απ' τη σαπωνοποίηση) που το χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό δοχείων λαδιού, πατωμάτων. Κατά Γ. Γιαννουλέλλη < νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις) απ' το περσ. kalya (= ποτάσα).
Καλίγιρας (ο) = μαύρο σκαθάρι που βατεύει τα κλωσσοπούλια με αποτέλεσμα να ψοφήσουν. Καλιγιρουβατιμένους άνθρωπος αποκαλείται ο ταλαίπωρος, ο ετοιμοθάνατος.
Καλ'καμπάρ (το) = πόντος. Μεταφ. κακοποιός, ελεεινός. Αγνώστου ετύμου.
Καλκάν' (το) =
  1. είδος ψαριού (ρόμβος),
  2. τρίγωνο της στέγης, [τουρκ. kalkan]
Καλ'καντής (ο) = κάτοικος του Πολιχνίτου και της Βρίσας (Λέσβου). Επειδή απ' τον ήλιο είναι μαυριδεροί ονομάστηκαν έτσι απ' την ινδιάνικη λ. kali (= μαύρος) + καντής (γωνιώδης καμπή) > καλ'καντής (= ο μαυριδερός με γωνιώδη χαρακτηριστικά).
Καλ'μάν'ς (ο) = ο έχων κλειστά τα μάτια τρόπον τινά στις δοσοληψίες του, με αποτέλεσμα να τον ξεγελούν. Μεταφ. βλάκας, [καλύπτω > καλυμμένος (εννοείται στα μάτια) > καλ'μάν'ς]
Καλ'μουρίζου ρ. = κλείνω τα μάτια απ' τη νύστα, [καλύπτω + μούρη (πρόσωπο)]
Καλ(μ)πί (το) = η συνήθεια, το χούι, η κατασκευή του κορμιού, η κοψιά. [τουρκ. λ.]
Καλμπούρ (το) = κόσκινο με το οποίο κοσκινίζουν τις ελιές, μαλλιά. Φρ. < τουν ίβγαλα καλπούρι > (= τον γέμισα τρύπες), [τουρκ. kalbur]
Καλντίζου ρ. = κουράζομαι πολύ. [απ' τον αόρ. του τουρκ. kalmak (= μένω, σταματώ),] παθητική μετοχή καλντσμένους.
Καλντιρίμ (το) = λιθόστρωτο. Φρ. < τρέχαμε στο καλτερίμι Και γλιστρούσαμε >. [τουρκ. kaldirim < πιθανώς απ' το Βυζαντινό καλλιδρόμιον (λέξ. Δ. Δημητράκου)]
Καλόβρουτις (οι) = καστανόφυτη περιοχή Αγιάσου. Τα καστανά της πολύ εύγευστα και καλοφάγωτα, εξού και το τοπωνύμιο [καλός + βρώση < βιβρώσκω (= τρώγω)]. Βρίσκεται στην περιοχή <Πατσιαβούρα>. Βλ. λ. στη σελ. 44 του βιβλίου < Τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο > των Δ. και Γ. Παπάνη.
Καλούπ (το) = κοίλο στερεό σώμα στο οποίο χύνονται στερεές ύλες (γύψος, γυαλί, τσιμέντο) για να πάρουν ορισμένο σχήμα (μήτρα), [τουρκ. kalip < αραβ. galip < ελλ. καλόπους (= ξύλινο πόδι)]
Καλπουζάνς (ο) = δόλιος, απατεώνας, [τουρκ. kalpazanlik (= πλαστογράφος)]
Καλτάκα (η) = σέλα, μεταφ. γυναίκα κακής διαγωγής. Φρ. < είνι του Μαριγώ μια καρά καλτάκα >. [τουρκ. kaltak]
Καλύβου ρ. = καλύπτω, κλείνω, πεθαίνω. Φρ. < κάλ'ψι τα μάτια τ' > (= πέθανε). Η έννοια του θανάτου προέκυψε απ1 τη χρήση του ρ. καλύπτου στην περίπτωση που τα μάτια του νεκρού απομένουν ανοιχτά. Φρ. < κάλ'ψι τα μάτια τ' πιθαμέν' τσι δεν είνι καλό να είνι ανοιχτά >, ή απ' το παιδικό παιχνίδι < τα καλύμματα > (= κρυφτούλης), κατά το οποίο κλείναμε τα μάτια μας με τις παλάμες. (Ν. Ανδριώτης < Λεσβιακό ημερολόγιο 1950 > σελ. 117 - 120). [καλύβου < αρχ. καλύπτω]
καλύμματα (τα) = παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ένας απ' την παρέα έκλεινε τα μάτια του με τις παλάμες, ως να κρυφτούν στα διάφορα μέρη του δρόμου (πόρτες, χαλάσματα) οι συμπαίκτες. Μετά το κρύψιμο κάποιος φώναζε < άν'ξι τα > (= τα μάτια σου) όποτε άρχιζε να γυρεύει έναν απ' τους συμπαίκτες του και όποιον έβρισκε πρώτο, αυτός τον διαδεχότανε (= κάλυπτε τα μάτια του) και συνεχιζότανε το παιχνίδι, ως να βαρεθούμε και να το αλλάξουμε με δημοκρατικές διαδικασίες, [καλύπτω > κάλυμμα > καλύμματα]
Κάμα (η) = δίκοπο μαχαίρι, [η λ. προέκυψε απ' το καμάκι, υποκορ. του αρχ. κάμαξ]
Καματιρό (το) =
  1. μέρος που το ψήνει ο ήλιος.
  2. τοπωνύμιο Αγιάσου πάνω απ' τη δεξαμενή του χωριού (βλ. σελ. 25 < Τοπωνυμικό οδοιπορικό της Αγιάσου > των Δ. και Γ. Παπάνη). [
μεσν. κάμαν < αρχ. καύμα < καίω] καματ + ερός = καματερό] Στην υπόλοιπη Ελλάδα καματερό λένε το ζώο για φόρτωμα, [απ1 το κάμνω] (= κουράζομαι).
Καμλιούδ' και συνήθως σύνθετο κα-τακαμλιούδ' (άκλιτο) (= παραφορτωμένος). Φρ. < ήρτι αραμπάς απ' τ' Μυτιλήν' κατακαμλιούδ' μ' αλεύριγια >. Αβέβαιου ετύμου, πιθανώς απ' τη λ. καμήλα + ίδιος (= όμοιος), ή κατάλ. ούδι, όπως κοπέλα > κοπελούδι, ή απ' το τουρκ. camil (= πλήρης)·
Καμπάδικος επίθ. = χοντρός, [τουρκ. kaba]
Καμπέρδος (ο) = λιόφυτη περιοχή Αγιάσου, που βρίσκεται κοντά στην τοποθεσία < Φούσα > [κάμπ(ος) + ερός > καμπέρ-δ-ος] (με ανάπτυξη ενός - δ -).
Καμπιά (τα) = μεγάλη περιοχή της Αγιάσου προς την αριστερή πλευρά του Ολύμπου. Τα καλύτερα βοσκοτόπια της Αγιάσου. Στις δροσερές πλαγιές της περιοχής καλλιεργούνται εξαίρετα κηπευτικά και μήλα. Σε πολλά ση μεία είναι ελαφρώς επίπεδη η περιοχή, εξού καιη ονομασία της. [κάμπος < λατιν. campus (πεδιάδα) > κάμπια] (το -μ- δεν ακούγεται κατά την προφορά).
Καμπούρ'ς (ο) = αυτός που έχει κύφωση (= καμπούρα), [τουρκ. kambura > ελλ. καμπύλος]
Καμτζόρ' (το) = είδος πουκάμισου. Αρχ. στηθήρανδρον. [πιθανόν, γαλλ. camisola < λατιν. camisia]
Καμώνουμι ρ. προσποιούμαι. Φρ. < καμώνιτι γιου γιος ιμ του ζαμπούν (= άρρωστο) τσι δεν πα σκουλειό >. [μεσν. καμώνω, απ' τον αόρ. έκαμον του κάμνω (= κουράζομαι)]
Καναβέτσα (το) = είδος φαρδιού και χοντρού πουκάμισου, που το φορούσαν κυρίως το χειμώνα οι βρακάδες. Αρχικά φτιάχτηκε από καννάβι εξού και η ονομασία, [καννάβιν > καναβέτσα]
Κανάκι (το) και συνήθως στον πληθ. τα κανάκια > κανάτσια (= περιποίηση, χάδι), παρ. < τσι του γέρου τα κανάτσια σα νιρόβραστα σπανάτσια >. Αγνώστου ετύμου, ίσως απ' το αρχ. καναχή (= ήχος μουσικού οργάνου). Η μεταβολή της λ. καναχή σε χάδι είναι ανάλογη με τη μεταβολή της λ. ήχος σε χάδι που προέκυψε απ' το μεσν. ηχάδιον (= υποκορ. του (ο) ήχος) ηχάδιον > χάδι]
Καναπιλίκ' (το) = ύφασμα που καλύπτει τον καναπέ, [γαλλ. canape < λατιν. conopeum, μετγν. ελλ. κωνωπείον]
Καναράς (ο) = σφαγείο ζώων. Φρ. < σαν πρόβατα στον καναρά τους πάγαιναν > (απ' την <κερατοζωή > σελ. 43, του Στρ. Αναστασέλλη). [τουρκ. kanara]
Κανάτ' (το) =
  1. φύλλο παραθύρου, [τουρκ. kanat (= πτέρυγα)].
  2. σταμνί, υποκορ. του λατιν. cannata]. Λεξ. Ν.Ανδριώτη.
Κανατσιεύγου ρ. = χαϊδεύω, περιποιούμαι. Φρ. < όλου κανατσεύ' του γέρου Κόπ' του Μαριγώ, γιατί λαχταρά να τ'ς γράψ' (κληροδοτήσει) κάνε παρτσαδέλ' (= κτήμα), [μεσν. κανακεύω < κανάκι]
Καννί (το) =
  1. στρογγυλό στενόμακρο δοχείο με λαιμό, με το οποίο ραντίζει τους πιστούς ο ιερέας.
  2. (τα) κανιά (= μακριά πόδια), [καννίον, υποκορ. του κάννα (= κνήμη) > καλάμι > κάνιστρο] (λεξ. Δ. Δημητράκου).
Καντάρ (το) =
  1. είδος ζυγαριάς με μοχλό σιδερένιο, ενός περίπου μέτρου στο μάκρος και ενός πόντου στο πλάτος με χαρακιές κατά διαστήματα που δείχνουν σε οκάδες το ζυγιζόμενο βάρος. Πάνω στο μοχλό κινούμε ένα βαρίδι που θα μας δείξει το βάρος
  2. μονάδα βάρους ισοδύναμη με 44 οκάδες (= 57 κιλά περίπου). Παρ. τουρκ. < ο kadar para o kadar boya > (= ανάλογα με τα λεφτά (που έδωσες) πήρες και μπογιά (σε βάρος), [τουρκ. kadar]
Καντέμ (το) = συνήθεια, καθιερωμένο, καλός οιωνός (= γούρι), [τουρκ. kadem]
Καντζίκς (ο) = δόλιος, [τουρκ. kancik].
Καντήλ' (το). Στην Αγιάσο λαμβάνεται ως σύμβολο της ζωής. Φρ. < σβήν' του καντήλ' ιτ >. [υποκορ. του μεσν. καντήλα, [λατιν. candela]
Καντίν (το) = η οξύτερη χορδή οργάνου. Μεταφ. έτοιμη από πλευράς οργασμού για έρωτα(για γυναίκες). Φρ. < χτες ίφιρα στου καντίν του Βασιλ'κέλ' τσι στάθ'κι σα τ' πλάδα >. [ιταλ. cantino (λεπτότερη χορδή του βιολιού)]
Καντνεύγουμι βλ. κατνεύγουμι.
Κάντιους (ο) = κρυσταλλική ζάχαρη, [όψιμο μεσν. κάντιον < ιταλ. candi < αραβ. gandi]
Κάντου (το) = δημοπρασία, [ιταλ. incanto] βλ. ινκάντο.
Καπακλίδ'κους επίθ. = αυτός που καλύπτεται από καπάκι. Μεταφ. το φουσκωμένο κι' αφράτο αιδοίο της γυναίκας, [τουρκ. kapak (= το καπάκι) < kapakli (= το καλυμμένο, το μυστικό)]
Καπακουτό ή καπατσιαστό (το) = χάλκινο κασσιτερωμένο σκεύος με πρόσθετο βαθουλωτό καπάκι, εξού και το όνομα του, για μεταφορά φαγητού. Μέσα σ' αυτό έστερνε η νύφη στην πεθερά της φαγητό, [τουρκ. kapak (= καπάκι)]
Κάπαλου (το) = σκληρό δέρμα που σχηματίζεται πάνω απ' την πληγή, [ίσως εκ του τουρκ. επίθ. capali (= ο κλειστός) ή του ιταλ. capello (κάλυμμα)]
Καπάντζα (η) = κάλυμμα ενός υαλόφρακτου, για προστασία, [τουρκ. kapanca (= μικρή παγίδα)]
Καπαντίζου ρ. = σκεπάζω κυρίως τη φωτιά για να σβήσει εμποδίζοντας την αναπνοή της (αέρα), [τουρκ. capamak=καλύπτω)]. Το μέσο σημαίνει δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, λιποθυμώ. Φρ. < καπαντίστσι χτες του Λένκου > (= λιποθύμησε).
Καπαρτίζου = φουσκώνω, υπερηφανεύομαι. Φρ. < Κληρουνόμ'σι Βασίλ'ς ένα κτηματέλ' πα' στα ράχτα (= βράχια) τσι καπάρτσι γη πουρδή τ' >. [τουρκ. kabarmak]
Καπής (ο) = άρπαγας, ελεεινός, τεμπέλης. Φρ. < μη κάν'ς γιε μ' παρέγια μ' έφτουν του Γιώργ' του καπή >. [τουρκ. kapis (= άρπαγας)]
Καπίστρ' (το) χαλινάρι των υποζυγίων που το φορούσαν πάνω απ' το καπ'στρουσχοίν' (βλ. λ.), [υποκορ. του κάπιστρον, λατιν. capistrum, μεσν. καπίστριον]
Καπλαντίζου ρ. =
  1. καλύπτω μια επιφάνεια με καπλαμά.
  2. καλύπτω το πάπλωμα με σεντόνια. Φρ. < σήμι-ρα, μάννα, να καπλαντίγσ'ς μι μάλλινα σιντόνια, γιατί κρύγιουσι τσίρος >. [τουρκ. απ' τον αόρ. kapladim του p. kaplamak]
Καπλαντουβιλόν' (η) = βελόνη χοντρή με την οποία καπλάντιζαν το πάπλωμα, [λ. υβρίδιο δηλ. τουρκ. και ελληνική kaplamak + βελόνη]
Καπ'λουδέτ'ς (ο) = δερμάτινο πλουμιστό με χάντρες κάλυμμα των πισινών των τετραπόδων (γαϊδουριών και μουλαριών μόνο). Στην Αγιάσο ακούγεται ως καπνουδέτ'ς, λες και το α' συνθετικό είναι καπνός, [καπούλο + δετής > καπουλοδέτης > καπλουδέτ'ς > καπνουδέτ'ς] Καπούλια (τα) = τα οπίσθια των μεγάλων τετραπόδων. < βλ λ. καπούλ' >
Καπούλ' (το) συνήθως στον πληθ. τα καπούλια = τα πισινά των μεγάλων τετραπόδων. Μεταφ. και τα των γυναικών, [μεσν. καπούλιον, υποκορ. του λατιν. scapula (= το νώτον, το πισινό)]
Καπουσούγζ'ς (ο) = ο από κλεφτών γενιά προερχόμενος, [τουρκ. συνθ. kapis (= άρπαγας) + soy (= γενιά)]
Κάπουτις επίρρ. χρον. = άλλοτες, καπότες. Φρ. < κάπουτις ανταμώσαμι στ'ν Αθήνα > φρ. < καπουτις του καπουτό, Δημητρό, πίναμι τσι κάνε ρακέλ', τώρα χρόνια έχου να σι δω >. (= στα πολύ - πολύ παλιά χρόνια). Η γενική < του καπουτό > ετυμολογικά προέκυψε απ' το επίρρ. καπουτις, και επιτείνει την έννοια του, ενώ μόνη της αυτοτελώς, δεν στέκεται στο λόγο).
Καπ'στρουσχοίν' (το) = καπίστρι δερμάτινο χωρίς στολίδια που το φοράνε στο κεφάλι των ζώων αλλά κάτω απ' το κυρίως στολιδάτο καπίστρι. Στην άκρη φέρει ένα κρίκο πάνω στον οποίο δένουν ένα κομμάτι σχοινί και το οποίο δένεται στο σκαρδέλ' (εξάρτημα του σαμαριού βλ. λ.) κατά την πορεία, με σκοπό να μην μπορεί το ζο να σκύψει το κεφάλι, για να φάει κάτι ή να πιει και γιατί ακόμα με όρθιο το κεφάλι μπορεί το ζο και ανεβαίνει εύκολα την ανηφοριά. Στην αρχή το φτιάχνανε από σχοινί, γι' αυτό και το βάφτισαν < καπιστροσχοίνι > καπ'στρουσχοίν'. [καπίστρι + σχοινί] Στην Αγιάσο ακούγεται ως < καπστρουσίν'>.
Καπτέλ' (το). Η γουνιά (= το τζάκι) του σπιτιού μισοσκεπαζότανε από ένα χοντρό τσουπί ή σακί αλευριγι-ού εμποτισμένο στον ασβέστη και εν μέρει χωμένο στο σουβά. Το κάλυμμα τούτο της < γουνιάς >, το λεγόμενο π'καρουπάν' (βλ. λ. π'καρής), μπόδιζε τους καπνούς να ξεχύνονται στο δωμάτιο. Πάνω στο χοντρό τούτο κάλυμμα στηριζότανε το καπτέλ', ύφασμα στολιδάτο και πολύχρωμο, καμωμένο στον αργαλειό με πολλή αγάπη και μεράκι. Ακούγονται πολλές υβριστικές φρ. που για λόγους ευφημισμού αναφέρονται στο καπτέλ', όπως < γαμώ τα καπτέλια σ' > < να παρ' ο διάβουλους τα καπτέλια σ' > κ.ά. π.....Αγνώστου ετύμου. [Ισως - κατά τη γνώμη μας - να σχετίζεται με τη λατιν. λ. caput (= κεφαλή), δεδομένου ότι το προεξέχον αυτό τμήμα του τζακιού είναι τρόπον τινά το κεφάλι του τζακιού, ή με τη λ. καπότο (πανωφόρι) μια και κάλυπτε το π'καρουπάν', όπως καλύπτει το σώμα μας το καπότο.
Καπτούρα (η) = φυτό που φυτρώνει και στα πιο άγονα μέρη, πλατύφυλλο, που ούτε τα ζώα δεν τρώνε τα φύλλα του. Την χρησιμοποιούν όμως σπάταλα και ανά πάσα στιγμή στη δομή του περιφρονητικού λόγου. Φρ. < Να μη σε ξαναδώ εδώ πα-λιοκαπτούρα - Μεταφ. τους άχρηστους, τεμπέληδες, τα αντιπαραγωγικά γενικά ανθρωπάρια τα λένε στην Αγιάσο < παλιοκαπτούρις >. Αγνώστου ετύμου, ίσως σχετίζεται ετυμολογικά με το λατιν. caputitis (= κεφαλή) caput + ούρα (κατάλ. που δηλώνει μεγέθυνση και περιφρόνηση, όπως αγκαθούρα < αγκάθι ) κλαδούρα < κλαδί), γιατί όντως οι κορφές των μοιάζουν με κεφάλια ανθρώπων, συγκεντρωμένων στην πλατεία του χωριού.
Καπυράδα (η) = φέτα ψωμιού ψημένη στη φωτιά. Εκτός απ' την Αγιάσο και στην Αγία Παρασκευή (Λέσβου) ακούσαμε να λένε < θα κάνου μια καπυράδα μι ελιές από πάνω > κάπυρος (= ο αποξηραμένος απ' τον ήλιο ή φωτιά) < χοίρων κρέατα καπυρά > Αντιφάνης 186. Άλευρο καπυρό (= καβουρντιστό), [κάπυρος < καίω + πυρ]
Καρά ως α' συνθετικό σημαίνει μαύρος. Η λ. είναι τούρκικη, αλλά χρησιμοποιείται και ως επιτακτικό, όπως < καράπουτανα> (= μεγάλη π........) < καράκαχπε >< καρά πουσάς > (= τα μαύρα κατακάθια του λαδιού), [τουρκ. kara (= μαύρος) karaboya (= μαύρο χρώμα) < kara-tepe > (= μαύρος λόφος)]
Καραγάτσ' (το) =
  1. πανύψηλο δέντρο (φτελιά). Το χρώμα του μαυριδερό, [τουρκ. kara (= μαύρος) + agac (= δέντρο)] και
  2. τοποθεσία Αγιάσου που βρίσκεται στα αριστερά του δρόμου (Αγιάσος - Καμένο χωριό - καλύπτεται από ρουμάνια και λίγες ελιές.
Καραζινά επίρρ. = με πάθος, με μίσος, [τουρκ. garaz (= μίσος)]
Καρακούσ' (το) = αετός, [τουρκ. karakuc]
Καραλαντίζου ρ. = υπολογίζω, [τουρκ. karar (= όριο, δόση) < kararlamak (= υπολογίζω)]
Καραμέτ' και συνήθως στον πληθ. (τα) = βάσανα, αναποδιές, περιπέτειες. Αγνώστου ετύμου μάλλον τουρκ. λ. (kara (= μαύρος) + met (= άμπωτις).
Καράμπαντακ = πολύ κακοπληρωτής, [τουρκ. kara (= μαύρος, με επιτακτική σημασία) + batakci (= κακοπληρωτής)]
Καραμπέτσος (ο). Σώζεται ως παρατούκλι, είναι τουρκ. και σημαίνει μαυρομούρης. kara (μαύρος) + bet= όψη] βλ. σελ. 56 < παρατσούκλια Αγιασώτικα > των Δ. και Γ. Παπάνη.
Καραντί (το) = σωματική σκιά, μαυρίλα. Φρ.< είδα ξαφνικά ένα καραντί τσιγράν'τσα(= φοβήθηκα), [τουρκ. karalti (= μαυρίλα)]
Καράπουσας (ο) = τα κατακάθια του λαδιού (μούργες), [τουρκ. kara (= μαύρος) + posa (= κατακάθι)]
Καράρ (το) = σταθερή κατάσταση, όριο, δόση, μεταφ. ξύλο. Φρ. < Γιάνν'ς ήπγι ένα πινταρέλ' ρακί τσι 'σύχασι. Έφτου είνι του καράρ ιτ >. [τουρκ. karar]
Καρατάρου ρ. = υπολογίζω κατά προσέγγιση, [τουρκ. kararlamak]
Καρ'δίστιργια (η) = χειροποίητη κατασκευή που τη χρησιμοποιούσαμε για παιχνίδι. Για να γίνει χρειάζεται:
  1. 1) ένα καρύδι στο οποίο ανοίγουμε δύο τρύπες αντικριστές μεσ' απ' τις οποίες, αφού αφαιρέσουμε πρώτα την καρυδόψιχα, περνούμε ένα στρογγυλό ξύλο και
  2. 2) ένα σφοντύλι. Στο κέντρο του καρυδιού ανοίγουμε και μια μικρή τρύπα, μεσ' απ' την οποία περνάμε ένα γερό σπάγκο, που τον δένουμε πάνω στο στρογγυλό ξύλο που έχουμε περάσει απ' τις δύο αντικριστές τρύπες. Στην κορυφή του ξύλου στεριώνουμε το σφοντύλι που παίζει το ρόλο του εξισορροποιητικού βαριδιού. Με τα δύο δάκτυλα του αριστερού χεριού κρατάμε γερά το καρύδι και με το δεξί τραβάμε το σπάγκο που είναι τυλιγμένος πάνω στο ξύλο. Πριν ξετυλιχτεί ολότελα ο σπάγκος χαλαρώνουμε το τράβηγμα, οπότε με την αδράνεια ξανατυλίγεται στο ξύλο αλλά ανάποδα. Η κίνηση αυτή - τράβηγμα, χαλάρωμα - συνεχίζεται αδιάκοπα με αποτέλεσμα να παραγεται ο ήχος κρρρ, που έτερπε την παιδική ψυχή μας. [καρύδι + στιργια] (βλ. σελ. 45 του βιβλίου των Γ. και Δ. Παπάνη < τα παιχνίδια μας >.
Καρδουψάλ'δου (το) = σιδερένιο εργαλείο είδος τανάλιας, που το χρησιμοποιούν και για το σπάσιμο των πολύ σκληρών καρυδιών, [καρύδι + ψαλίδι]
Καρίτσ' (το) =
  1. ψαράδικο δίχτυ.
  2. δικτυωτό για τη μεταφορά ψώνιων, [ίσως απ' το ιταλ. carico (= φόρτωμα)]
Καρκαβούρα (η) = τοποθεσία περιφέρειας Αγιάσου σπαρμένη με πέτρες, που βρίσκεται απ' την πίσω μεριά του λόφου - βιγλάτορα της Αγιάσου και έδρα του Ταξιάρχη - Καστέλ. Έχει ταυτιστεί στη γλωσσική συνείδηση των Αγιασωτών με την έννοια της ερήμωσης, του ρημαδιού, του πετρώδους και άγονου τόπου, της καταστροφής, γι' αυτό και ακούγονται πολλές φρ. με κέντρο τη λ. καρκαβούρα. Φρ. < καμιά μέρα θα κάνου του τσιφάλ' σ' καρκαβούρα > (= θα το ρημάξω). Φρ. < δεν θ' αργήσω να κάνω του καφινέ σ' καρκαβούρα > (= ρημαδιό). Φρ. < μι προίκισαν ένα κτηματέλ' καρκαβούρα > (= πετρώδες και άγονο). Αγνώστου ετύμου. Ίσως - κατά τη γνώμη μας - να προέκυψε απ' την αρχ. ελλην. λ. κάρκαρος (= τραχύς, πετρώδης, απότομος τόπος), [καρκαρ + ούρα (κατάλ. που κατά τον Γ. Χατζηδάκη δείχνει μια ιδιότητα, κατάσταση, όπως φαγούρα, πασπατούρα (= βραδυκίνητη) > καρκαρούρα > καρκαβούρα (με ανομοίωση (τροπή του ρ σε β)] (βλ. σελ. 113 του βιβλίου Δ. και Γ. Παπάνη < Τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Κάρκαδου και στη Αγιάσο κάρκανου (το) = ξηρή βλέννα μέσα στη μύτη, που προέρχεται από αποξήρανση της μύξας, [κάκαδο > κά-ρ-καδο (με ανάπτυξη ενός ρ)], η δε λ. κάκαδο απ' το θέμα του καίω < κα > με αναδίπλωση (λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Καρκάρα (η) = φυλακή. Τα κάρκαρα = πίτυρα... ως επίθ. = τραχύς. Τους παλικαράδες τους λέγαν καρκάρες, δηλ. ανθρώπους της φυλακής. Αγνώστου ετύμου. (λεξ. Δ. Δημητράκου).
Καρμίρ'ς (ο) = αξιολύπητος, τιποτένιος, άνθρωπος που δεν απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής από τσιγκουνιά. [κάρ - ρός - ρί (= ο απ' την Καρία της Μ. Ασίας καταγόμενος) + μοίρα > καρίμοιρος > καρμοίρης > καρμίρης] Οι Κάρες υπηρετούσαν στους Έλληνες σαν δούλοι και μισθοφόροι στρατιώτες, γι' αυτό και τους περιφρονούσαν και τους θεωρούσαν δυστυχείς και άξιους βοηθείας και αυτή την έννοια είχε αρχικά η λ. καρμοίρης. (Λεξ. Τεγόπουλου και Αθ. Φλώρου).
Καρνιάζου ρ. = στεγνώνει ο λαιμός μου απ' τη δίψα. [κάρκανο > καρκανιάζω > καρνιάζω] (Λεξ. Αθ. Φλώρου).
Καρντάσ' (το) = αδελφός, φίλος αδελφικός, [τουρκ. kardac]
Καρουλιά (η) = ποικιλία ελιάς. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες, όπως οι κολοβές, Αδραμυτιανές. Είναι λίγο κυρτή και ίσως ετυμολογικά να σχετίζεται με το αρχ. καρόω + ελιά > καρουλιά] αρχ. κάρος (= λήθαργος).
Καρούμπαλο (το) = εξόγκωμα, πρήξιμο, που προεξέχει σαν πατάτα πάνω στο κεφάλι, [βενέτ. carobolo] ή ίσως αρχ. καρύμβαλος < κόρυμβος (= άκρον) < κόρυς < κάρα]
Καρσιλίκ (το) = αντίκρισμα, χρηματική εγγύηση. Φρ. < άθριπους χουρίς καρσιλίκ >. [τουρκ. karsilik]
Καρσλαντίζου ρ. = αντικρίζου. [τουρκ. karsilamak]
Καρτίρα (η) =
  1. το πολύ σκληρό και δυνατό. Φρ. < έχου ένα αβγό καρτίρα τσι τα έσπασα ούλα τ' αβγά μ' όσους σκουντούρ'ξα τ' Λαμπρή (= το Πάσχα) > (κατά το έθιμο της εποχής).
  2. Ο πολύ γέρος άνθρωπος (ο γέροντας). Αγνώστου ετύμου. Ίσως - κατά τη γνώμη μας - απ' το αρχ. κρατερός (= δυνατός) - κρατερά > καρτίρα (με κώφωση) (τροπή του ε σε ι), όπως λεμόνι > λιμόν, ανέβασμα του τόνου και μετάθεση του < ρ>, όπως καρτεράς > κρατερός). Στα Παράκοιλα Λέσβου ακούγεται το ρ. καρτιαίνου (= σκληραίνω) και ως εκ τούτου έχει μια ετυμολογική στήριξη η άποψη μας.
Καρτσιλή (η) = λιόφυτη περιοχή με πολλούς θάμνους, που βρίσκεται προς τ' αριστερά του αμαξντόδρομου (Αγιάσος - Μυτιλήνη) και συγκεκριμένα λίγο πιο κάτω απ' τη διακλάδωση (Σανατόριον - Αγιάσος). [τουρκ. cara (= μαύρος) + cal (= άθλιος) ή τουρκ. cali (= θάμνος, βάτος) + cara (= μαύρος).
Καρύνη (η) = περιοχή που απέχει οκτώ χιλιόμετρα απ' την Αγιάσο και βρίσκεται αριστερά του αμαξιτόδρομου (Αγιάσος - Μυτιλήνη). Είναι γεμάτη από αιωνόβια πλατάνια και καρυδιές. Το άφθονο νερό της κυκλικής δεξαμενής με το γραφικό κέντρο προσελκύει πολλούς ξένους. Τους τοίχους του κέντρου ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος είχε στολίσει με πολλές τοιχογραφίες αντί πινακίου φακής (= ένα πενηνταράκι ούζο με ντομάτα και φασολάδα). Έχουν προταθεί πολλές ετυμολογίες, η πιθανότερη είναι η [καρύϊνος > Καρύνη (= καρυδένιος)] βλ. σελ. 155 < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >των Δ. και Γ. Παπάνη.
Καρώνου και κακαρώνου ρ. πεθαίνω από κρύο ή πείνα και αρρώστια. Φρ. < γέρους ήταν Γιώργ'ς τσι τα κακάρουσι >. Στην Αγιάσο το καρώνω έχει και την έννοια του τεντώνω, αφουγκράζομαι. Φρ. < κάρουσι τ' αυτιά γάδαρους >. [αρχ. κάρος (= λήθαργος > καρόω-ώ (= πεθαίνω)]
Κασιάκους (ο) = μισότρελος, χαμένος, [τουρκ. kacik (= παράφρων)]
Κασιάν' (το) = εργαλείο σιδερένιο με το οποίο καθαρίζουν το ζώο - ξύστρα. Μεταφ. (επί ανθρώπων) εξερεθίζω, ξύνω το ευπαθές σημείο του χαρακτήρα κάποιου. Φρ. < άσι του κασιάν, Γιάνν' > = μην προσπαθείς να μ' εξοργίσεις, [τουρκ. kacagi (= ξύστρα]
Κασιανίζου ρ. = καθαρίζω το ζώο με το κασιάν'. Μεταφ. βασανίζω, εξοντώνω, [τουρκ. kacagilamak] (= ξυστρίζω).
Κασκαβάλ' (το) = είδος τυριού στρογγυλού που φτιάχνεται στη Λέσβο μέσα στα τυροβόλια. Μεταφ. ανόητος, [τουρκ. kackaval, ή απ' το ιταλ. cacio < cavallo]
Κασκαρίκα (η) = φάρσα, [ίσως απ' το νταλ. cascare (= πέφτω)]
Κασμάς (ο) και καζμάς = σκαπτικό εργαλείο. Το σκάψιμο με τον κασμά ήταν η πιο βαριά δουλειά, γι' αυτό, όταν ήθελαν να ειρωνευθούν ένα τεμπέλη του έλεγαν < κασμά ρε > (= πήγαινε να δουλέψεις), [τουρκ. kazma]
Κασνακέλ' (το) = βελονάκι για πλέξιμο ταντέλας. Αγνώστου ετύμου.
Κασταγόν (το) = αυτός που έχει προτεταμένο το κάτω σαγόνι και κυρίως προσάπτεται σα βρισιά στα γραϊδια, που ανακατεύονται σε όλες τις ξένες υποθέσεις, [κάτω + σαγόνι > κασταγόνι (με μετάθεση του σ και σίγηση του ω, όπως κάτω από > κατ' απ' < μεσν. σαγόνιν <αρχ. σιαγόνιον, υποκορ. του σιαγών]
Καστανιά (η) =
  1. δέντρο.
  2. δοχείο στρογγυλό ξύλινο με βιδωτό καπάκι για μεταφορά φαγητού. Αγνώστου ετύμου, πιθανόν να το έφτιαχναν από ξύλο καστανιάς.
Καστέλ = Στην είσοδο της Αγιάσου (για τον ερχόμενο απ' τον αμαξιτό δρόμο Μυτιλήνη - Αγιάσος) υψώνεται ένας πευκόφυτος λόφος 580 μέτρων στο ύψος, βιγλάτορας της Πενθίλης και Αγιάσου. Στην κορυφή τουυψώνεται περήφανο το ξωκκλήσι του Ταξιάρχη που το φροντίζει το Αναγνωστήριο Αγιάσου <η Ανάπτυξη >. Σώζονται τείχη κάστρου που έχτισαν οι Βυζαντινοί κατά τον ένατο ή δέκατο αιώνα και το οποίο επιδιόρθωσαν το 1300 οι Βενετοί. [ιταλ. castello < λατιν. castellum, υποκορ. του castrum > καστέλ'] βλ. σελ. 108 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο>.
Καστιγέρνου και καστιγάρω ρ. = τιμωρώ, [λατιν. castigoare]
Κατ (το) = καθένα απ' τα δύο μέρη ενός υφάσματος που διπλώνεται, ή καθεμιά απ' τις δύο κλωστές.Φρ. <η κλωστή που θα ράψεις τα σεντόνια να είναι με δύο κάτια >. [τουρκ. kat (= όροφος, σειρά)]
Κατάβαρ' επίθ. = η ετοιμογέννητη. Φρ. < του Λινιώ είνι κατάβαρ' τσι γι' αυτό δε παγαίν' στ'ς ιλιές >. [κατά + βάρος > κατάβαρος]
Καταβουθρίζουμι ρ. = ζαλίζομαι, θολώνει το μυαλό μου. Φρ. < έγτσει < (= εκεί) π' κάθουμι καταβουθρίζουμι >. [κατά + βόθρος (= οχετός)]
Καταγκτώ ρ. =
  1. σπρώχνω προς τα κάτω κάτι.
  2. παρακινώ κάποιον να κάνει αμέσως κάτι ή και πιο ύστερα. Φρ.< καλά, ρε Γιώργ', τσι μι καταγκούτσις. Μόλις πήγα στου βουληυτή βόλεψιτουγιομ'>. [βλ. ρ. γκντώ]
Κατακλείδ' επίρρ. = πάρα πολύ, ολοκληρωτικά. Φρ. < Σήμιρα θαρρείς π'ς είνι Λαμπρή τσι παγαίν' του Μαριγώ κατακλείδ' στ'ν ακκλησιά > (= στολισμένη μ' όλα της τα χρυσαφικά απ' την κορφή ως τα νύχια). Είναι λ. της δημοτικής, που σημαίνει
  1. άρθρωση της κάτω σιαγόνας.
  2. κάθε άρθρωση του σώματος.
Επομένως κατά κυριολεξία < κατακλείδ' > σημαίνει πως το Μαριγώ έχει στολίσει όλες τις αρθρώσεις του σώματος και σε γενικές γραμμές όλο το σώμα της. Η φρ. < απ' την κορφή ως τα νύχια > αποδίδει πολύ καλά το νόημα του επιρρ. κατακλείδ'. [κατά + κλείδ' < κλεις - κλειδός αρχ.) < κατακλείω αρχ. (= κλείνω κάτι ολότελα)]
Κατακούκλα επίρρ. τροπικό = σκεπασμένος ολότελα, ακόμα καν το κεφάλι. Φρ. < σκσιπάστσι, κόρ' ιμ', κα-τακούκλα τσι κρυγιών >. [κατακούκλα < κατά + κουκούλα (με σιγή του άτονου -ου-]. Η < κατά > επιτείνει την έννοια < λατιν. cuculla (= κάλυμμα κεφαλής), μεσν. κουκούλα]
Κατακώλ' (το) = αυτό που απομένει στον πυθμένα ενός δοχείου λαδιού ή κρασιού, ό,τι δεν είναι καθαρό. Φρ. < 'γώ θέλου, ε μπάρμπα, καθαρό λάδ' τσι οχ' κατακώλια >. [κάτω + κώλος]
Καταλαγιάζου ρ. = ησυχάζω, ηρεμώ. Φρ. < κουράστσι του Λινιώ τσι καταλάγιασι μεσ' τ' γουνιά > (= τζάκι) (= κουράστηκε το Λενιώ). [Κατά + λαγιάζω <δημοτ.Λαγάζω (=ησυχάζω)]
Καταμ'τσ'νιά (η) = χτύπημα με το χέρι στο πρόσωπο.Φρ. < κάτσι καλά, γιατί θα φας καμιά καταμ'τσ'νιά τσι θα δουν' αστρέλια τα μάτια σ' >. Φρ. παρ. < όποιους αμαρτάν', τρώ απ' του Θιο καταμ'τσ'νιές >. [κατά + μουτσουνιά > καταμ'τσ'νιά < μεσν. μουτσούνα < βενέτ. musona (= πρόσωπο)]
Καταξνή (η) = ανόητος, κούτσουρο, αναίσθητος. Η λ. χρησιμοποιείται υβριστικά και περιφρονητικά, γιατί κάποια ονόματι Καταξνή, ολότελα τρελή, ζούσε ολοχρονίς στα βουνά, κοιμότανε στα καλύβια, κουφάλες των δέντρων και κάτω απ' τα γεφύρια, σχεδόν μισόγυμνη. [ίσως σχετίζεται με το αρχ. ξόανο (= ξύλινο άγαλμα)]
Καταπαίρνου ρ. = καταβάλλω, κατανικώ, δεν μπορώ να κρατηθώ. Φρ. < μι καταπήρι, ω μάννα, τσι τα ποίκα μεσ' του βρατσί μ' >. [κατά + παίρνω < αρχ. επαίρω (= πιάνω κάτι με τα χέρια και το σηκώνω ψηλά, κλέβω κ.ά.π.)]
Καταπιάνου ρ. = προετοιμάζω. Φρ. < θα πάγου να καταπιάσου προυζύμ' >, φρ.< δε, ρε Κοπ', μπάγι (= μήπως) καταπιάγ'σς τ' φουτιά > (= να ανάψεις τη φωτιά). Το μέσο έχει την έννοια του ασχολούμαι, προσπαθώ < μην καταπιάνισι γιε μ' με τα πουδόσφιρα >. [μεσν. πιάνω, απ' τον αόρ. έπιασα του δωρικού ρ. πιάζω (= πιέζω)]
Καταπιασίδια (τα) συνήθως στον πληθ. = ξηρά κλαδάκια και χόρτα κατάλληλα για προσάναμμα της φωτιάς. Φρ. < μάζιψι, Δημητρό, κάνε καταπιασίδ' ν' ανάψουμι φωτιά >. [Καταπιάνω > κατάπιασα (αόρ.) + ίδι (κατάλ.)]
Καταπιόνας (ο) = οισοφάγος. Φρ. < βλέπου, Γιαννέλ' ιμ, πους ξηρουγλείβγισι, μα του φαγί που κάνου δεν είνι για του καταπιόνα σ', αλλά για του πατέρα σ' του ζαμπούν >. [απ' τη μετοχή καταπιών (του καταπίνω) > καταπιόνας]
Καταπ'νάρ' (το) = οισοφάγος. Η λ. απαντάται και στο παρακάτω ασεμνοφανές αίνιγμα < ανοίγ' του μαλλιαρό τσι μπαίν' το καυλουμένου, μα του καταπνάρ' τ'λιμού σ', δεν είνι έφτου π' βάζ' γιου νους > (= η κάλτσα και το πόδι) [καταπίνω > καταπιν + άρι (κατάλ. ουδετέρων) λατιν. arium (βλαστάρι, λυχνάρι, armarium (= ντουλάπι) > καταπ'νάρ']
Καταπόδ' επίρρ. χρονικό = ύστερα, αμέσως. Φρ. < μίλ'σι στου κόσμου πρώτους Γιάνν'ς τσι καταπόδ' Δημητρός >. [σχηματίστηκε εκ συναρπαγής απ' τη φρ. < κατά πόδας >]
Καταπουνιώ ρ. = καταβάλλω, κατανικώ.Φρ. < ψες παλαίψαν Προυκόπ'ς μι του Στρατήν τσι καταπόνισι Στρατήνς >. [κατά + πονέω < πόνος (= κόπος)]
Καταρράχ' (το) = σπονδυλική στήλη. Φρ. < σήκουσα ψες ένα βαρύ τσ'βάλ' τσιπουνεί του καταρράχ' ιμ>. [κατά + ράχη < αρχ. ράχις -εως]
Κατασάμαρα επίρρ. = στο κέντρο του σαμαριού, ανάμεσα στα δυο φορτωμένα σακιά. Φρ. < βάλι, γιε μ', του μούρο κατασάμαρα >. [κατά + σαμάρι]
Κατασταλαγμένους επίθ. = ο μυαλω-μένος, συνετός. Κείνος του οποίου το μυαλό έχει σταθεροποιηθεί απ' την πείρα και το χρόνο, [κατά + σταλάζω (= πέφτω σταγόνα - σταγόνα)]
Κατάσταμα (το) = το υγρό που κατασταλάζει στον πυθμένα του καζανιού μετά την παρασκευή του σαπω-νιού. Είναι πολύ καυστικό και καθαρκτικό γι' αυτό και το χρησιμοποιούν στον καθαρισμό πατωμάτων, νεροχυτών κ.ά.π. [κατά + στάμα <ί στη μι]
Κατατόπ' (το) = εύχρηστο στον πληθ. < τα κατατόπια > = οι λεπτομέρειες ενός τόπου, ενός χώρου. Φρ. < θα πας Γιώργ' στου σπίτ', συ που ξέρ'ς τα κατατόπια τσι θα φέρ'ς του συμ-φουνητικό >. [μεσν. κατατόπιον > < κατά + τόπος]
Καταφρόνιου (το) = περιφρονημένος. Φρ. < ας του του καταφρόνιου να φύγ', αφού θέλ' τσι θα μιτανιώσ' > φρ. < καταφρόνιου χίλια χρόνια >. [κατά + φρονέω > καταφρονώ > (ο) καταφρονών > το καταφρόνιου]
Καταχουνιάζου ρ. = κρύβω βαθιά στη γη ή στην ψυχή, καταβροχθίζω. < κατά+το μεσν. χώνω > καταχουνιάζου, που σχηματίστηκε απ' τον αόρ. έχωσα του αρχ. χωννύω]
Κατέρ'χουμι ρ. = εξαντλούμαι, καταβάλλομαι παρ. < όσου να κατέρτ' γιου Θιος δέκ' αγιοί καταπουνεί >. Φρ. < Κόπ'ς πουλύ κατήρτι > (= αδυνάτισε), [αρχ. κατέρχομαι]
Κάτζιλους (ο) = η καγκελόπορτα των αγροκτημάτων, ξύλινη ή σιδερένια, [μεσν. κάγκελον < λατιν. cancellum]
Κατζούν' (το) = καμπυλωτό μαχαιράκι με πριονωτή λάμα που διπλώνεται και χωνεύει κατά το μισό στην ξύλινη λαβή. [Ισως - κατά Γ. Γιαννουλέλλη - απ' το βενέτ. ganzo (= σιδερένιο αγκίστρι)]
Κατζούπ'ς (ο) = παρατσούκλι των Πλωμαριτών που ακούγεται στην Αγιάσο. Αγνώστου ετύμου.
Κατζουρίδα (η) = εργαλείο αγροτικό, αποτελείται από σιδερένιο κυρτό άγκιστρο καρφωμένο στο άκρο ενός ξύλου, με το οποίο τραβούμε τα καρποφόρα κλαδιά, για να πάρουμε τον καρπό απ' τις αχλαδιές, μηλιές κλπ. [δημοτ. γάντζος > κάτζος + ουρά + ίδα (κατάλ.) < τουρκ. kanca (= τσιγκέλι) (= εργαλείο που έχει στην ουρά τσιγκέλι) ή το βενετ. ganzo (= αγκίστρι)]
Κατιβασιά (η) =
  1. φερτά υλικά κατεβασμένα κυρίως απ' τις βροχές.
  2. Κήλη. [κατεβάζω > κατέβασα (αόριστος) > κατεβασιά < αρχ. καταβιβάζω]
Κατιβατό (το) =
  1. το πιο χαμηλά βρισκόμενο δωμάτιο ενός σπιτιού, το ισόγειο όπως θα λέγαμε, όπου οι γέροι γονείς μετά την παντρειά των παιδιών τους εγκαθίστανται για να βρίσκονται κοντά στα παιδιά τους.
  2. ένα μεγάλο κομμάτι ενός βιβλίου: φρ. < χτες μας διάβασι στου καφινέ Γιώργ'ς ένα ουλόκληρου κατιβατό απ' τ'ν ιφημιρίδα > (Στα χρόνια τα παλιά ο πιο γραμματζούμενος διάβαζε την εφημερίδα στο καφενείο τα βράδια και οι θαμώνες, σαν μαθητούδια της πρώτης τάξης του δημοτικού, άκουγαν σιωπηλά), [μεσν. καταβατόν < μετγν. επίθ. καταβατός < καταβαίνω]
Κατίκ (το) = είδος μαλακού τυριού, [τουρκ. katic (= προσφάγι)]
Κατιλεί. Απαντάται μόνο στο γ' ενικό πρόσωπο του ρ. καταλύω (= καταστρέφω, διαλύω). Εύχρηστο μόνο στη φρ. < σήμιρα κατιλεί, ή δεν κατιλεί >, όταν πρόκειται να δηλωθεί, ότι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να φας κάτι (για λόγους βέβαια θρησκευτικούς).Φρ. < Σήμιρα, μούρα, Μιγάλ' Παρασκευή, δεν κατιλεί λάδ' στου φαγί >. Αλλά και όταν γλεντούσαμε, έλεγε κάποιος απ' την παρέα τη φρ. < κατιλεί πιδιά >, για να προκαλέσει το γέλωτα, όταν πρώτος άρχιζε το φαγοπότι, [κατά + λύω]
Κατιμσίγζ'ς (ο) = γουρσούζης. [τουρκ. kademis (= απαίσιος)]
Κατίνα (η) =
  1. όνομα γυναικών (Αικατερίνη).
  2. πλάτη του ανθρώπινου σώματος και συγκεκριμένα ο χώρος που βρίσκεται κάτω του ινίου (το ινίο = το πίσω και κάτω μέρος του τραχήλου). Παρ. φρ. < τρω ντουν γη κατίνα τ' >, λέγεται για κείνους που δη μιουργούν φασαρίες λες και γυρεύουν να φάνε ξύλο για τη συμπεριφορά τους αυτή. Όταν σε τρώει η πλάτη σου γυρεύεις να σε ξύσουν (= να σε ραβδίσουν). [Κατίνα < κάτω+ινίον]. Ο Γιώργος Γιαννουλέλλης στο βιβλίο του < Ιδιωματικές νεοελληνικές λέξεις > 1982, ετυμολογεί τη λ. απ' το ιταλ. katena (= αλυσίδα), γιατί μοιάζει με αλυσίδα η σπονδυλική στήλη.
Κατιφές= βελούδο, [τουρκ. katife] είδος λουλουδιού.
Κατ'μάς (ο) = κρέας δεύτερης ποιότητας το οποίο πρόσθετε ο χασάπης στο καλό κρέας, που αγόραζε ο πελάτης. Μεταφ. μαθητής αδύνατος πνευματικά, [τουρκ. katma] (= το πρόσθετο πράγμα).
Κατ'μέρ (το) =
  1. άγριο ζουμπούλι πολύ αρωματικό (τα μανουσάκια της Κρήτης).
  2. είδος γλυκίσματος, [τουρκ. katmer]
Κατνεύγουμι ρ. = δίνω την εντύπωση του νεκρού, (νεκροφάνεια) (= κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία έχουν εκλείψει τα σημάδια της ζωής, ώστε να σου δίνει την εντύπωση ότι είναι νεκρός. Φρ.< κατ'νεύτσι Τίν'ς τσ' ύστιρα ζουντάνιψι >. Αγνώστου ετύμου, αθησαύριστη λ/Ισως -κατά τη γνώμη μας - εκ του αρχ. κατανεύω > κατ'νεύω > κατνεύγουμι (= σκύπτω προς τα κάτω το κεφάλι για να κάνω κάποιο νεύμα] (= αποδέχομαι κάτι με την κίνηση του κεφαλιού), όπως ακριβώς πέφτει το κεφάλι του νεκρού προς τα μπρος, όταν ξεψυχήσει καθιστός στην καρέκλα.
Κατουβράτσ' (το). Οι Αγιασωτοπούλες και κυρίως οι παντρεμένες, φορούσαν τρία βρακιά, όπως τα διακωμωδεί και ο Στρατής Παπανικόλας < γη θεια μ' γη Αμιρσούδα τρίγια βρατσιά φουρεί, ίσιαμ να λύσ' του ένα τα δυο τακατουρεί>. Το απέξω (το επίσημο) το λέγαν πανουβράτ'ς, το δεύτερο (το κάτω απ' το πανωβράτσ') το λέγαν φ'στάν' και το κάτω απ' το φ'στάν', κατουβράτσ'. [κάτω + βρακί >κατουβράτσ'. [μέσν. βρακίν, υποκορ. του βράκα < λατιν. braca, που είναι Κέλτικης προέλευσης] (Κέλτες = λαός της Ευρώπης του 2000 π.Χ.).
Κατουρλίτις (οι) = φλύκταινες (φουσκάλες) που σχηματίζονται στα πόδια των μεγάλων απ' τον ιδρώτα και στα πόδια των νηπίων απ' τα ούρα. [κατουρλιό (= συχνό κατούρημα) + ίτης (κατάλ.) που σημαίνει συνήθως αρρώστια (πλευρίτης) < κάτω + ουρώ > κάτουρον > κάτ-ρ-ουρον (με προληπτική ανάπτυξη ενός ρ) > κάτρουλον (με τροπή του ρ σε λ (= ανομοίωση) > κατρουλιά και κατουρλιά (Λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Κατουρμένα (τα) = μετοχή του κατουργιέμι και σημαίνει τα ρούχα που έχουν ποτισθεί με ούρα. Στις περιπτώσεις που διαλύεται ένας αρραβώνας ή ένας οποιοσδήποτε δεσμός, σχέση, ακούγεται η φρ. < πήρι τα κατουρμένα τ' τσι ξικουμπίστσι > αλλά και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, [κάτω + ουρώ > κατουρώ > κατουργιέμι]
Κατουρουγάμ'ς (ο) = κείνος που νομίζει ότι μπορεί να κάνει έρωτα, όταν το πέος του βρίσκεται σε στύση, όχι από οργασμό, αλλά εξαιτίας των ούρων. Ως γνωστό η νυχτερινή συσσώρευση ούρων στην κύστη, συντελεί στην πρωινή προ της ούρησης στύση. Τούτο κάνει τους παρήλικες να νομίζουν ότι μπορούν να λειτουργήσουν σεξουαλικά, απελπίζονται τάχιστα όμως, όταν το πέος καταπέσει μετά την ούρηση. Τους παρήλικες που καυχώνται για τις σεξουαλικές των δυνατότητες αποκαλεί ο λαός κατουρουγάμηδες [κατουρογάμης < κατουρώ + γαμέω]
Κατράδ' (το) και (ο) κατράς = ο καρπός της κατραδιάς (συκαμινιάς (μουριάς), είναι άσπρος ή μαύρος ανάλογα με την ποικιλία. Επειδή ο καρπός του δέντρου είναι συνήθως μαύρος, ονομάστηκε κατράς καικατράδ' (= υποκορ. τύπος) που ιταλ. σημαίνει μαύρος. [ιταλ. catrame (= πίσσα) < αραβ. gatram, τουρκ. katram (= πισσάσφαλτος)]
Κατραδιά (η) = η συκαμινιά [κατράδ'< ιταλ. catrame]
Κατρατσ'λώ ρ. = κυλώ κάτι ή τον εαυτό μου στην κατηφόρα, [κατρατσ'λώ < κατά + κυλώ > κατρακυλώ (με ανάπτυξη προληπτική ενός ρ. (βλ. λ. κατρουλιό).
Κατρατσύλα (η) = κατηφοριά. [Η λ. απ' το κατρατσ'λώ]
Κατρατσύλ' επίρρ. = τοποθετώ κάτι πάνω στο σαμάρι του φορτωμένου ζώου και συγκεκριμένα στον επίπεδο κενό χώρο του σαμαριού που υπάρχει ανάμεσα στα δύο πράγματα (σακιά ή κόφες) που φορτώνουμε απ' τη μία και την άλλη πλευρά του σαμαριού, για να ισορροπεί το φορτίο. Η λ. < κατρατσύλ > έχει το ίδιο νόημα με τη λ. < κατασάμαρα > (βλ. λ.) ~ < άμα πας στου π'ριβόλ' γιε μ' να φέρ'ς μήλα, βάλι κατρατσύλ' τσι ένα καλάθ' σταφύλια > ~ < ναι, θα του βάλου κατασάμαρα, πάτιρα >. [κατρατσ'λώ > κατρατσύλ >]
Κατρατσύλις (οι) παιχνίδι παιδικό, κατά το οποίο σε χωματώδεις κατηφοριές κατρακυλούν συνεχώς, όπως στις < παιδικές χαρές > σήμερα, [κατρακυλώ]
Κατσάδα (η) = επίπληξη. Φρ. < τουν ίβαλα μια κατσάδα >. [βενετ. cazzada]
Κατσακούρα (η) = τα πηχτά κατακάθια του λαδιού. Στην Κρήτη τα λένε < κατσίγαρος >. Παρ. < έχου λαπάντι λάδ' τσι πουλιτεύουμι τσι όχι κατσακούρα, να την πικραίνουμι >. Αγνώστου ετύμου.
Κατσαμάκια (τα) συνήθως στον πληθ. = υπεκφυγή, νάζι. [τουρκ. kacamak]
Κατσαμπρόκος (ο) = κοντό κατσαβίδι. Μεταφ. κοντός άνθρωπος, [ιταλ. caccia broxia (= πιάνω βελόνα) ή catsa, (που αποσπάστηκε απ' τη λ. κατσαβίδι) + broccos (- ξηρόκλαδο, μεταλλική αιχμή)]
Κατσαρός επίθ. = σγουρομάλλης, [κατί (= γατάκι) > κατσ + αρός (κατάλ.) ή απ' το ακανθηρός]
Κατσέρνου ρ. = διώχνω, φυγαδεύω, [τουρκ. kacirmak]
Κατσιάζου ρ. = ζαρώνω, ζουριάζω. Φρ. < κατσιασμένου κατί (= γατάκι) >. Το ρ. κυριολεκτείται στις γάτες και [προέκυψε απ' τη ρίζα της λ. κατί > κατ + ιάζω > κατσιάζω] Κατά το Γ. Γιαννουλέλλη < νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις > απ' το κάτσα (= λέρα). Φρ. < ρούχα κα-τσιασμένα (= λερωμένα) >.
Κατσ'βιλής (ο) ή (ο) κατσίβελος = γύφτος, βρόμικος, [ιταλ. cattivello (= σκλάβος) < λατιν. captivus (= αιχμάλωτος). Κατ' άλλους απ' το βλάχικο cacivel (= αιχμάλωτος). < λατιν. captivellus (λεξ. Ν. Ανδριώτη)]
Κατσιάκς (ο) = φυγάς, ο αποφεύγων τη στράτευση, [απ' τη ρίζα του τουρκ. kacirmak (= διαφεύγω)]
Κατσίζου ρ. = κρατώ κακία εναντίον κάποιου, διακόπτω τις σχέσεις με κάποιον. Φρ. < κατσίσαμι μι του Μ'χάλ' τσι δεν ξαναπαγαίνου στου σπίτ' ιτ >. [κατσίζου < αρχ. κακίζω (= ψέγω, κατακρίνω) < κακός] Μετοχή < κατσ'μένους >. Φρ. < Γιώργ'ς μ' καν' του κατσ'μένου > (= θυμωμένο κακιωμένο).
Κατσιρμάς (ο) = το παιδί που έγινε κατά την ερωτική λειτουργία των γονιών, αλλά παρά τη θέληση τους. Στα Παράκοιλα (Λέσβου) < κατσιρμάς > λέγεται ο τόπος, όπου φυλάγουν τις κατσίκες, [τουρκ. kacirmak] Κατσιρτσ'μένους επιθ. μετοχή = τρελός (= ο διαφυγών απ' το τρελοκομείο). < τουρκ. kacirmak]
Κατσιρντώ ρ. = διαφεύγω. Φρ. < ανοίξαμι του τσ'βάλ να δούμι τα μάτια τ' λαγού τσι τουν κατσιρντήσαμι >. [τουρκ. kacirmak]
Κάτσ'κα (τα) = απρεπής, ανάγωγη συμπεριφορά. Φρ. < πήγαμι σένα χουριό για δ'λειές τσι Βασίλ'ς έκανι ούλα τα κάτσ'κα τ' >. [απ' το κακός - το κακό (τα) κάκικα > κάτσ'κα]
Κατσ'καδέλ' (το) = το μικρό κατσικάκι. Στην Αγιάσο το πορτοφόλι το λένε και κατσκαδέλ', επειδή τα πορτοφόλια τα έφτιαχναν από δέρμα κατσίκας. Φρ. < άμα θέλ'ς μπάρμπα Γιάνν' να γίν' γη δ'λειά σ', πρέπ' να λύγσ'ς (= λύσεις) του κατσ'καδέλ' (= ναπληρώσεις)> [κατσίκα, υποκορ. κατσ'καδέλ < αλβ. Kats]
Κατσκινεύγου = φεύγω απ' το σχολειό κατά την ώρα των μαθημάτων, [τουρκ. kacirmak]
Κατσκινιά (η) = απόδραση απ' τα σχολικά μαθήματα, [τουρκ. kacamak = διαφυγή, δραπέτευση, p. kacirmak]
Κατσπουδιά (η) = ατυχία. Κατά Γ. Χατζηδάκη απ' το κακοποδιά. Κατά Β. Φάβη απ' το ασυμποδιά και κατ' άλλους απ' το κατσικοποδιά.
Κατσπουδιάρ'ς επίθ. = άτυχος (βλ. κατσπουδιά).
Κατώγ' (το). Στην Αγιάσο ακούγεται κατών'. Φρ.< πανί στου κατών' τσι φέρ' κάνε ξύλου > (= υπόγειο), [μεσν. κατώγιν. [μετγν. κατώγαιος -όν. < κάτω + γαία (= γη)]
Κατώφλ' (το) = ξύλινο ή πέτρινο δοκάρι που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα, [μεσν. κατώφλιον < αρχ. φλιά (= παραστάδα της πόρτας)] Στην Αγιάσο λέγεται και < κατέφλιου >. Φρ. < άμα πιράγσ'ς του κατέφλιου θα κόψου τα πουδάρια σ' >.
Καυκαλιά (η) = χτύπημα με το χέρι στο καύκαλο (= το κρανίο, το όστρακο της χελώνας και των οστρακόδερμων). [ μεταγν. καύκαλον > καυκαλιά]
Καυκαλίδα και καυκαλίθρα (η) = είδος φυτού αρωματικού που τρώγεται ωμό και βραστό, σαν το ραδίκι. < μετγν. καυκαλίς < αρχ. καυκαλίς]
Καύκαλου (το) = κρανίο, όστρακο χελώνας και οστρακόδερμων. Αγνώστου ετύμου. [μετγν. καύκαλον]
Καυκαλουγυρίζου ρ. = χτυπώ έναν με το χέρι στο καύκαλο (βλ. λ.) τόσο δυνατά, ώστε να γυρίσει το κρανίο του απ' την άλλη πλευρά, ή κάνω γύρους στο χώρο, για ν' αποφύγω τα χτυπήματα, [καύκαλο + μετγν. γυρίζω]
Καυλίσκους (ο) = βλαστός του κρεμμυδιού. [καυλί + ίσκος (κατάλ.)]
Καυλουμαχώ ρ. = βρίσκομαι σε σεξουαλικό οργασμό.[καυλί + μάχομαι]
Καυλουμισμέρ' ή πλατανέλ'. Λιόφυτη περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου απ' την Καρύνη με κατεύθυνση τη Μυτιλήνη. Προς τα δεξιά του αμαξιτού υπάρχει στα ριζά ενός πλάτανου μια βρυσούλα με γούρνα για να πίνουν τα ζώα, όταν γυρνούσαν φορτωμένα κατακαμ'λιούδ' με ελιές. Εδώ, στην περίοδο του < μπαχάρ", (βλ. λ.) συγκεντρώνονταν εκατοντάδες ζώα για να ξεδιψάσουν. Μετά το ξεδίψασμα έκαναν έρωτα και κυρίως το μέση μερί, εξού και το τοπωνύμιο < καυλουμισμέρ' > (= μεσημέρι του καυλωμού). Βλ. < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >, σελ. 159, των Δ. και Γ. Παπάνη.
Καφαλτί (το) = πρόγευμα των εργατών, [τουρκ. kahvalti] < kahve (= καφές) + alti (= πάρσιμο)]
Καφάσ' (το) = ξύλινο επίμηκες κασάκι μετρίου βάθους που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά κηπευτικών, [τουρκ. kafes] (= κλωβί).
Καφάσ' (το) = κεφάλι, μυαλό. Φρ. < θα φας καμιά τσι θα σ' φύγ' του καφάσ' > (τουρκ. kafa]
Καφτάν' (το) = ένδυμα ανατολίτικων λαών με πλούσιο διάκοσμο και ντυμένο με γούνα. Παρ. φρ. < δεν θ'ανιφτώ τα καφτάνια τ' > (= δεν θα γίνω υπηρέτης). [τουρκ. kaftan]
Καφτρούτσ' (το) = το ολότελα καμένο. Φρ. < καφτρούτσ' του ίβγαλις του ψουμί απ' του φούρνου >. Μεταφ. καταστρέφω από αδεξιότητα μια υπόθεση, που προσπαθώ να διεκπεραιώσω. Φρ. < είχις δεν είχις τα έκανις καφτρούτσ' >. [επίθ. καφτερός > καφτρός (με σίγηση του ε) > καφτρούκι > καφρούτσ' < αρχ. καίω > κάφτω]
Καχίρ (το) = αναποδιά, οργή, ισχύς. Φρ. < απ' έγ'τουτι που παντρεύτ'κα μ' ήβραν πουλλά καχίρια > [τουρκ. kahir]
Καψάλα (τα) = τα καμένα ελαφρά απ' τη φωτιά, [απ1 τον αόρ. του καψαλίζω] Και οι φωτιές που ανάβουν στις γειτονιές την παραμονή του Αγιου Γιαννιού (24 Ιουνίου) λέγονται καψάλα (βλ. λ. άγιστρου).
Καψαλιάζω και καψαλίζω ρ. = καίω ελαφρά, [μεταγν. ουσ. καυσαλίς + ίζω]
Κβανιώ ρ. = κουβαλώ, μεταφέρω. Έχει πολλές έννοιες. Φρ. < τι κβανείς ρε κάθε μέρα παρέγις στου σπίτ; > κβανιέμι μέσο = πηγαίνω κάπου ακάλεστος. Φρ. <κάθα λίγου τσι πουλύ κβανιέτι Δη μητρός στου σπίτ' μας >. [ μεσν. κουβαλώ < αρχ. ουσ. κόβαλος (= ληστής που μεταφέρει προϊόντα αρπαγής). Αγνώστου ετύμου. Έχει συνδεθεί με το λατιν. caballus (= ίππος, αχθοφόρος). [Κουβαλώ > κβαλώ > κβανιώ.
Κβαν'τά (τα) χρησιμοποιείται μόνο στον πληθ. και σημαίνει τα κουτσομπολιά. Φρ. < δεν θέλου κβαν'τά στου σπίτ' ιμ > [κβανιώ]
κ'βάρα (η) = πλήθος, κάθε σωρό διαφόρων προϊόντων (καστανών, μήλων κ.λ.π.) τον αποκαλούμε κβάρα. Φρ. < θα πάγου να πουτίσου τ'ς κ'βάρις τα κάστανα > [μεσν. κουβάριον (= σφαίρα) υποκορ. του μεταγν. κόβαρος (= πολύποδο ζωύφιο που γίνεται σφαίρα όταν το αγγίξεις και το οποίο στην Αγιάσο το λένε σκρόφα). < λατιν. scrofa. Σκρόφα αποκαλούν και το γουρούνι, γιατί κι αυτό κουβαριάζεται (σφαιροποιείται), όταν κυλιέται μεσ' τις λάσπες. Φρ. < δούλιψα γκαρσόν του καλουτσαίρ' τσι πήρα κ'βάρα παράδις >.
Κθαρίζου ρ. = βάζω κριθάρι για να φάει το ζώο. Μεταφ. τιμωρώ κάποιον. Φρ. < κάτσι φρόνιμα Κουστέλ', γιατί καμιά ώρα θα σι κθαρίσου >. Το ίδιο νόημα έχει και η φρ. < θα σ' βάλω του ταγίν' σ' > (ταγίν1 (= σιτηρέσιο) τουρκ. tayin] [αρχ. κριθή, κριθάριον (υποκορ. > κριθαρίζω > κθαρίζω (με αποβολή της συλλαβής ρι για λόγους ανομοίωσης]
Κιγιάκ' κα (τα) πάντα στον πληθ. = τα καμώματα του Προκοπή Ζουμπουλή με το παρατσούκλι (κιγιάκκου) που προκαλούσαν τα γέλια και δημιουργούσαν ευχάριστη ατμόσφαιρα (βλ. < παρατσούκλια Αγιάσου>, σελ. 62, των Δ. και Γ. Παπάνη Μυτιλήνη 1994).
Κιγλίτς (το) = πέτρες στρογγυλές που τοποθετούνται πάνω στο λιθόστρωτο η μία δίπλα στην άλλη σαν σκαλοπάτια. Η κατασκευή αυτή βοηθούσε τους πεζούς και τα ζώα ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν με σιγουριά στο καλτερίμι και εξουδετέρωνε τις πλημμύρες. Αγνώτου ετύμου. Ίσως - κατά τη γνώμη μας - να σχετίζεται η λ. με το αρχ. (η) κιγκλίς -ίδος (= ραβδί ξύλινο ή σιδερένιο που μποδίζειτη διάβαση).
Κιγντίζου ρ. = ανάβω, ζορίζω, έρχομαι στο κέφι. Φρ. <γη φωτιά κίγ'τσι) φρ. < κίγ'τσα τσι θα χουρέψου > [απ1 τον αόρ. kiydim του τουρκ. kiymak (= λειανίζω, εξού και η λ. κιμάς < kiyma < kiymak]
Κιζάς (ο) = πρόστιμο, τιμωρία, [τουρκ. ceza]
Κικιάς (ο) = τιποτένιος, ανυπόληπτος, ελεεινός. Αγνώστου ετύμου. Πιθανόν να πρόκειται για την τουρκ. keke (= τραυλός).
Κιλιπτσές (ο) = χειροπέδη, [τουρκ. kelepce]
Κιλντίζου ρ. = διστάζω, τσιγκουνεύομαι. Φρ. < κιλντίζ' να δώσ' μια δραχμή σ' ένα φτουχό >. Αγνώστου ετύμου, μάλλον τουρκ. λ.
Κιλχανάς (ο) = υφαντήριο στο οποίο φτιάχνανε με την τρίχα της γίδας τα πανιά για την έκθλιψη της ελιάς και (διαδρόμους, τορβάδες, τσόλια), [τουρκ. kil (= τρίχα γίδας) + ban (= πανδοχείο) > κιλχανάς] Τα υφαντήρια αυτά τα λένε στην Αγιάσο < τσιουρχανάδις > βλ. λ.
Κιμέρ (το) = πέτσινο ζωνάρι με πουγγί όπου τοποθετούν οι οδοιπόροι τα χρήματα τους. [τουρκ. kemer]
Κινάς (ο) βλ. λ. κ'νάς.
Κινέτ (το) = μικρή λάμα σχισμένη λίγο στην άκρη και με στριμμένα τα δύο άκρα που δημιουργεί το σχίσιμο, με σκοπό να σφηνώσει στον τοίχο που τοποθετείται για να στεριώσει η κάσα του κουφώματος, πάνω στην οποία καρφώνεται το κινέτ. [τουρκ. kenet (= συγκόλλητρο)]
Κιόρα (η) = τυφλός [τουρκ. kor]
Κιουλχάν (το) = φούρνος, [τουρκ. λ. κιουλχάν (= καμίνι σιδηρουργού, φούρνος)]
Κιούπ' (το) = πιθάρι μεσ' το οποίο αποθήκευαν λάδι, κρασί, [τουρκ. kup] Κατά το Γ. Χατζηδάκη η λ. προέρχεται απ' το κύπη ή γύπη (= φωλιά, κοίλωμα). Κατά Μ. Φιλήντα απ' το τουρκ. kup (= πιθάρι). Κιούπκιοϊ = χωριό όπου φτιάχνουν κιούπια.
Κιπινέτσ' (το) = επανωφόρι κοντό για βοσκούς, φτιαγμένο από μαλλί αρνιού [τουρκ. cepken]

Κιράς (ο) = το αγώγι. Παρ. φρ. < δώτσι του κώλου τ' στου κιρά > λέγεται για κείνους που δουλεύουν σαν δούλοι, [τουρκ. kira] < kiralayan (= αγώγιατης), τουρκ. kiraci (= ενοικιαστής).
Κιριστές (ο) = ξυλεία. Μεταφ. ξυλοφόρτωμα. Φρ. < κάτσι καλά, γιατί θα σ' ρίξου καμιά μέρα κιριστέ " (= θα σε δείρω), [τουρκ. kereste]
Κιρκινέτσ' (το) = αρπακτικό πουλί < ίσως το ελλ. κίρκος ο πελειοφάγος > (πέλεια = αγριοπερίστερο) [τουρκ. kerkenesj ίσως απ' το ελλ. κίρκος.
Κιρτίζω ρ. = κατά το κλάδεμα, κυρίως της ελιάς, κόβω πολλά κλαδιά απ' το δέντρο. Φρ. < πουλύ τα κίρτ'σις τα δέντρα > [τουρκ. kertik (= εγκοπή) kertmek (= χαράσσω)]
Κιρχανατζής (ο) = προαγωγός, [τουρκ. karhaneci (= πορνοβοσκός, προαγωγός)]
Κισάτ (το) = εμπορική απραξία. Φρ. < αφού δεν έχουμι ιλιές, τα μαγαζιά θα έχιν κισάτια > [τουρκ. kesat]
Κισέ (η) = πορτοφόλι, δοχείο όπου πήζεται το γάλα. Παρ. φρ. < έχι του νου σ', γιατί θα πέσ' γη κισέ σ' τσι θα σπάσ' τα πουδάρια σ' > λέγεται ειρωνικά για κείνους που ενώ δεν έχουν πεντάρα στην τσέπη, καυχώνται, [τουρκ. kese]
Κισιλές (ο) = σκληρό δέρμα. Μεταφ. η κακοφτιαγμένη γυναίκα. Φρ. < βγάτι να καμαρώσιτι ένα κισιλέ π' κατιβαίν' > (= μια ασχημομούρα) [τουρκ. kosele]
Κισίμ (το) = νοίκιασμα, συνήθως ε-λαιοκτήματος, για ορισμένο χρόνο και με τίμημα κατ' αποκοπή. Φρ. < δώκα τα λιουπράματα κισίμ στου Βασίλ' πρους σαράντα ουκάδις λάδ' του μόδ' (= 500 οκάδες ελιές), [τουρκ. kesim]
Κισίρ (το) = η χρονιά κατά την οποία δεν καρποφορούν οι ελιές. Φρ. < φέτους είνι κισιρουχρουνιά τσι θα σφίξουμι τα λουριά > (= ζώνη), [τουρκ. kisir (= στείρος, άγονος).
Κισκέτσ' (το) = είδος φαγητού από σιτάρι χοντραλεσμένο και κρέας πολ-τοποιημένο απ' το βρασμό. Το φτιάχνουν σε τεράστια καζάνια και το μοιράζουν στους μετέχοντες στη γιορτή του Αγιου, προς τιμήν του οποίου γίνονται και άλλες εκδηλώσεις και κυρίως αλογοδρομίες (Αγία Παρασκευή, Κεραμειά, Πηγή). Φρ. < τουν έκανα κισκέτσ' > (= τον έλυωσα απ' το ξύλο, όπως το κισκέτσ' που το χτυπούν μεσ' το καζάνι για να πολτοποιηθεί >. [τουρκ. keckek]
Κισμέτ (το) = η τύχη, το πεπρωμένο, [τουρκ. kismet]
Κιστάν' (το) = χαρτοφυλάκιο, πορτοφόλι, φυλακή. Φρ. < του Ν'κουλέλ' του βαλαν στου Κιστάν, γιατί έδειρι του Κόπ' > [τουρκ. cuzdan]
Κιτάπ' (το) = βιβλίο [τουρκ. kitap]
Κιτουρούμ = παράλυτος. Φρ. < θα σι κάνου κιτουρούμ απ' του ξύλου, άμα ξαναπειράξ' τ' κόρ' ιμ >. [τουρκ. koturum]
Κιτσές (ο) = είδος χοντρού πιλήματος, καμωμένου από μαλλί ή τρίχα κατσίκας συμπιεσμένη με το συνεχές πάτημα: το χρησιμοποιούσαν για αστάρι στα σαμάρια και κομμάτια ορθογώνια απ' αυτό το πίλημα (= κιτσές) τοποθετούν στην πλάτη των ζώων, πριν τοποθετήσουν τα σαμάρι, με σκοπό να προλαμβάνουν το πλήγωμα της πλάτης του ζώου. [τουρκ. kece]
Κλάδους (ο) = το κλάδεμα της ελιάς. Φρ. < απ' τ' Δηυτέρα του συνεργείου μας θα αρχίσ' του κλάδου >. [αρχ. (ο) κλάδος < κλάω (= σπω) απ' τον οποίο προέκυψε το μεταγν. κλαδεύω > κλάδεμα]
Κλειδιάζου ρ. που χρησιμοποιείται μόνο με μεταφ. σημασία και σημαίνει στηρίζομαι κάπου, για να πετύχω ένα σκοπό, όπως ακριβώς με το κλειδί πετυχαίνεις το στόχο σου, δηλ. το άνοιγμα της πόρτας, ή με το ρομαντικό κλειδάκι το άνοιγμα των καρδιών των κοριτσιών. Φρ. < αθουώθ'κα στο δικαστηρίου ψες, γιατί του κλείδιασα (= στηρίχτηκα) σ' αυτό που είπε γιου ψηυτου μάρτυρας, δηλαδή πους έλειπα απ' του χουριό τη μέρα του καβγά >. [αρχ. κλεις > μεσν. κλειδίον > κλειδί + άζω > κλειδιάζω]
Κλινάφτ'ς (ο) = αυτός που γέρνουν προς τα κάτω τα αυτιά του, γιατί φυσικά είναι μεγάλα, γι' αυτό και λέγεται ακόμα αφτλάς ή αφταράς. [κλίνω + αφτί + ης > κλινάφτης]
Κλιτς (το) =
  1. μικρό στρογγυλό αρτοπαρασκεύασμα, ίδιο με το κουλούρι. Ένα κλιτς μας έταζαν οι μαννάδες μας, ως να μας καταφέρουν να πάμε τα ψωμιά στο φούρνο. Λεγόταν και λέγεται η ταπεινωτική φράση <συ να λέγ'ς πίτα του Σαββάτου τσι τ' Κυριακή μια κλίκα > (= μη μιλάς, γιατί δεν σου πέφτει λόγος).
  2. περιοχή Αγιάσου λιόφυτη που βρίσκεται σε απόσταση δεκαέξι περίπου χιλιομέτρων απ' την Αγιάσο και δίπλα στον αμαξιτόδρομο. Ονομάστηκε < Κλίτς > είτε γιατί το πηγάδι που υπάρχει εκεί είναι κυκλικό είτε απ' την τουρκ. λ. Kilics (= σπαθί). Βλ. σελ. 183 < τοπωνυμικό οδοιπορικό > των Δ. και Γ. Παπάνη. [αρχ. κόλλιξικος > μεσν. κουλίκιν > μεταγν. κολλίκιον. κυλλίκιον > κλίκ > κλιτς]
Κλιφ (το) = θήκη, μαξιλαροθήκη [ελλ. κελύφιον < αρχ. κελύφιον, υποκορ. του κέλυφος (= το τσόφλι των αβγών ή καρπού, όστρακο). < τουρκ. kilif]
Κλιψίματα (τα) = παιχνίδι τεχνικής άσκησης των δακτύλων, με τα οποία παίρναμε απ' τα δάχτυλα του συμπαίκτη ένα σχέδιο καμωμένο από κλωστή (βλ. σελ. 50 του βιβλίου < τα παιχνίδια μας > των Γ. και Δ. Παπάνη.
Κλιώσα (η) = η μοιρολογίστρα, η εξ επαγγέλματος θρηνούσα το νεκρό με φωνές και μαλλιοτραβήγματα. Μεταφ. ο παραπονούμενος ότι αδικείται και υποφέρει [αρχ. κλαίω > κλαύμα > κλιάμα > κλιώσα]
Κλουβί (το) = το ράφι (= σανίδα οριζόντια προσαρμοσμένη στον τοίχο, όπου τοποθετούσαν διάφορα αντικείμενα). Το λέγαν στην Αγιάσο κλουβί και δεν είχε καμιά σχέση με το κλουβί των πουλιών. Πάνω στο κλουβί το καλυμμένο με το υφαντό και στολιδάτο κλουβουπάν' τοποθετούσαν σκεύη όχι πολύ εύχρηστα (λιγκέρις, ταψιά, καπακιαστά). [αρχ. (ο) κλωβός > (το) κλουβί]
Κλουσταριό (το) = μακρόστενο εργαστήριο στο οποίο δούλευαν γυναίκες < οι κλώστιργις >, που έφτιαχναν το νήμα από τρίχα γίδας (το καζίλ), (βλ. λ.) με το οποίο κατασκεύαζαν στα υφαντουργεία της Αγιάσου τα < πανιά > για τα λιοτρίβια, τα τσόλια, τροβάδες, διαδρόμους, οι άντρες που ύφαιναν στους όρθιους αργαλειούς. Στην Αγνάσο λειτουργούσαν 5-6 βιοτεχνίες (κλουσταριά) και απασχολούσαν ως πενήντα γυναίκες (κλώστιργις). [μεταγν. κλωστήριον < αρχ. κλώθω > κλωστή > κλωστήριον > κλουσταριό] (το κλουσταριό λέγεται και κιλχανάς (βλ. λ.)
Κλώξυας (ο) = λώξυγγας (= σπασμός λαρυγγικών μυών που εκδηλώνεται με τραχύ ήχο). Φρ. < πιε νιρό να σι πιράσ' κλώξυας >. [αρχ. κλώξος < κλώζω (= φωνάζω σαν την κλώσσα) > κλώξυγγας > λώξυγγας (με ανομοίωση = αποβολή του κ) και κλώξυας (με αποβολή των δύο < γ > για λόγος ανομοίωσης).
Κλώστιργια (η) = εργάτρια που δουλεύει στο κλουσταριό (βλ. λ.).
Κμακμάς και κουμαμάς (ο) = νωχελικός, νωθρός, χωρίς ζωντάνια, το μαμόθρεφτο. Φρ. < δεν θέλου γω στη δ'λειά μ' κμακμάδις >. Αγνώστου ετύμου. Ίσως σχετίζεται με τη λ. μαμά (εξού και η λ. μαμόθρεφτο) με προθετ. < κ > και τις δυο συλλαβές, κ-μα-κ-μα+ς > κμακμάς (= το παιδί της μαμάς, το μαμόθρεφτο).
Κ'μανταρίζουμι ρ. = αυτοπεριποιού-μαι. Φρ. < ίσιαμ που μπουρώ τσι κ'μανταρίζουμι δεν έχου ανάγτσ' κανένα >. [ιταλ. comandare (= διοικώ)]
Κ'μασιάζου ρ. = βάζω μέσα στο κουμάσι, συγκεντρώνω, τοποθετώ. Φρ. < πού έχ'ς κ'μασιασμένα τα πουτήρια, ε μάννα; > [κουμάσι (βλ. λ.) > κ'μάσ' + άζου (κατάλ.)]
Κνας (ο) = κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να βάφουν τα μαλλιά τους. [κινάς > κνας < τουρκ. kina (= Κύπρος και προϊόν ενός φυτού για τη βαφή μαλλιών). Στην Αγιάσο σώζεται και ως παρατσούκλι.
Κνηκάτους επίθ. = βαθιά κόκκινος σαν την παπαρούνα. Η λ. ακούγεται εκτός απ' τη Λέσβο και στηνΊμβρο. [αρχ. κνήκος (= το φυτό ατρακλίς η βαφική, που δίνει βαθύ κόκκινο, για βαφές υφασμάτων) > μεσν. κνηκάτος] κνηκός = αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου (Ν. Ανδριώτης Λεσβικό ημερολόγιο του 1950) σελ. 117.
Κνιάδ' επίρρ. = τύφλα στο μεθύσι. Φρ. < Κόπ'ς ήρτι σήμιρα τα μισάν'χτα κνιάδ τσι γη γ'ναίκα τ' δεν τουν ίβαλι στου σπίτ' >. Αγνώστου ετύμου. Ίσως από το κινιέμαι, μια και ο μεθυσμένος κινείται απ' τη μια κι από την άλλη.
Κνιάμινου (το) = είδος αράχνης που κινείται εν στάσει εξ ου και το όνομα της [βλ. λ. κνιάμινους].
Κ'νιάμινους επίθ. = ο κουνιστός. Φρ. < ήρτι σιρνάμενους τσι κ'νιάμινους>. Μεταφ. ο ομοφυλόφιλος, [κουνιέμι > κουνιάμινους > κ'νιάμινους < αρχ. κινούμαι]. Κνιάμινου λέγεται και ένα είδος αράχνης που κινείται εν στάσει (= χωρίς να μετακινείται από τη θέση της).
Κ'νιώ ρ. = κινώ. Φρ. <θατουνκ'νήσου κουμμάτ' > (= θα χορέψω, γιατί κουνιέται κανείς χορεύοντας) ακούγεται και το ρ. < σ'κνίζου > (βλ. λ.) απ' τον αόρ. εκόνισα του αρχ. κονίω (= σκονίζω) γιατί δημιουργείται σκόνη πάνω στο χορό. [αρχ. κινώ < κνιώ]
Κόβου ρ. χρησιμοποιείται στην Αγιάσο και με τις έννοιες:
  1. φεύγω τρέχοντας. Φρ. < κόψι ρε Κόπ', γιατί αρχόντι γοι χουρουφυλάκ' τσι θα σι πιάσιν >.
  2. νερουλιάζω (για το γάλα, όταν βράζεται σε ακάθαρτο σκεύος). Φρ. < του γάλα έκουψι > (= νερούλιασε, τυροποιήθηκε).
Κοζ (το) = ισχυρό χαρτί (στο χαρτοπαίγνιο) που νικά < ατού >. Φρ. < παίζι, Κόπ', τα σπαθιά είνι τα κόζια (= ατού) >. Μεταφ. ο άξιος, πονηρός [τουρκ. koz (= καρύδι).
Κόζα (η) και συνήθως στον πληθ. γοι κόζις = γυάλινος μικρός βώλος, που χρησιμοποιούσαμε στα παιδικά μας παιχνίδια. Αγνώστου ετύμου. Ίσως σχετίζεται με την τουρκ. kozak (= σφαιροειδή αντικείμενα).
Κόλντιμιρ (το) = μοχλός σιδερένιος, αμπάρα. Φρ. < βάλ' γιε μ' του κόλντιμιρ στ'ν πόρτα, για να τσ'μηθούμι > [τουρκ. koldemiri < kol (= βραχίων) + demir (= σίδηρος)]
Κόν'δα (η) = το αβγό της ψείρας. Έξω απ' τις πόρτες καθόταν τ' απογεύματα οι γυναίκες κι' αλληλοψειριζότανε. Φρ. < μιλιγούνια γοι κόν'δις πα στα μαλλιά σ', Μαριγώ, τσι γοι ψείρις σιργιανίζιν ξένοιαστα >. [μεσν. κονίς < κόνις - κόνιδος > κόνιδα > κόν'δα] Δεν έχει καμιά σχέση το κονίς με την αρχ. η κόνις - κόνεως (= η σκόνη).
Κόντσιας (ο) = ατημέλητος, ασουλούπωτος. Αγνώστου ετύμου, πιθανώς απ' το < ο Κόνιαρος (απ1 το Ικόνιο καταγόμενος) > κόντσιας.
Κόρα (η) = ξηρή φλούδα του ψωμιού. Κάθε σκληρή επιφάνεια αντικειμένου ψημένου απ' τη φωτιά, ή τον ήλιο, [σλαβ. kora, (με ανέβασμα του τόνου).
Κόριζα (η) = είδος εντόμου.
Κόρυζα (η) =
  1. μολυσματική αρρώστια των βοδιών και πουλερικών που προκαλεί τσίφνιασμα των ορνίθων.
  2. συνάχι (ρινική καταρροή). Η πάθηση ονομάστηκε κόρυζα απ' το Γοβδελά (λεξ. Σ. Βυζαντίου).
Κόσα (η) = γεωργικό εργαλείο (δρεπάνι με μακρύ στειλιάρι [σλαβ. kosa]
Κόσ'νου (το) = κόσκινο (κυρίως για σιτάρι) [αρχ. κόσκινο]
Κότσ' (το) = αστράγαλος του ποδιού. Στον πληθ. τα κότσια (= δυνάμεις σωματικές και ψυχικές). Φρ. < τα κότσια μ' δεν βαστούν πλια για χουρό, μηδί τσι για κυνήγια >. [μεσν. κότσινα < κόττιον, υποκορ. του αρχ. κόττος (= αστράγαλος)] Και το γνωστό παιδικό παιχνίδι < βιζύρ'ς > λέγεται και Κότς (βλ. βιβλίο Γ. και Δ. Παπάνη < Τα παιχνίδια μας > 1996.
Κότσνας (ο) και στον πληθ. (γοι κουτσίν = αγριελιά, [αρχ. κόττινος (= κλαδί αγριελιάς) με τον οποίο στεφάνωναν τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων] Παρ. φρ. < θα ρίξου κότσ'ναπίσου μ' > (= τη λέγει κείνος που φεύγει από ένα μέρος δυσαρεστημένος και δηλώνει πως με τον κότσ'να θα φράξει το δρόμο της επιστροφής του. Το ίδιο νόημα έχει και η φράση < θα ρίξου πέτρα πίσου μ'. Το φράξιμο της εισόδου των κτημάτων γινότανε με κότσ'να ή αγκαθερά κλαδιά και από εδώ είναι παρμένη η φράση τούτη.
Κουβάν' (το) = κούφιος κορμός δέντρου, που χρησιμοποιείται για κυψέλη. Μεταφ. η πόρνη μεγάλης ολκής και ο κίναιδος. [τουρκ. kovan (= κυψέλη)]
Κουβέτ (το) = τάση, δύναμη για ανάπτυξη. Φρ. < γη μηλιές στα < Πόταμα >, έχιν μιγάλου κουβέτ > [τουρκ. kuvvet] 1) μηλιώνας Αγιάσου
Κουγ'(ι)νάτσ' (το) = γυάλινη μικρή σφαίρα που τη χρησιμοποιούσαν τα παιδιά στο παιχνίδι < κουγινάτσια >. Ίσως πρόκειται για το τουρκ. παιδικό παιχνίδι < kocekapmaca >. (βλ. λ. κόζα).
Κουτζιά (τα) = το σύνολο των αδυναμιών και ασθενειών ενός. Αγνώστου ετύμου.
Κουιγντίζου ρ. = πειράζω, ενοχλώ, στεναχωρώ. Φρ. < έφτου π' έκανις Γιώργ', μι κούιγντσι πουλύ > (= με στεναχώρησε). Αγνώστου ετύμου.
Κουϊτούκ' (το) = ταβέρνα (βλ. λ. κουτούτσ') [τουρκ. kutuk]
Κουκλέλια (τα) = τούρκοι χωροφύλακες. < υποκορ. του κούκλα (= μικρά ανθρώπινα ομοιώματα που χρησιμοποιούνται για παιχνίδι). Φορούσαν κουκούλες εξού και η ονομασία τους [κούκλα, υποκορ. κουκλέλ' < λατιν. cuculla (= κάλυμμα)]
Κουκούδ' (το) = κάπαλο (= σκληρό δέρμα) σχήματος μικρού εξογκώματος, που καλύπτει μια επουλωμένη πληγή, που δεν έχει θεραπευθεί ολότελα. Αν αφαιρεθεί, ερεθίζεται η πληγή, εξού και η παρ. φρ. < μην ξύν'ς του κουκούδ' > = μην ανακινείς επουλωμένες πληγές, ξεχασμένες υποθέσεις δυσάρεστες, [μεσν. κουκούδιον, υποκορ. του κόκκος]
Κουκούλ' (το) =
  1. βομβύκιο του μεταξοσκώληκα, [μεσν. κουκούλιον, υποκορ. του κουκούλλα < λατιν. cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)]
  2. κάλυμμα της κεφαλής.
Κουκουλουγώ ρ. = μαζεύω ελιές. Μετά το τέλος της ελαιοσυγκομιδής, επιτρεπότανε να γυρίζει κανείς στα ξένα κτήματα και να μαζεύει όσες ελιές έβρισκε τρυπωμένες στα χόρτα. Η ενέργεια αυτή λεγότανε < κουκουλόγ' >. [κόκκος (= καρπός ή πυρήνας του καρπού) + λέγω (= συλλέγω) > κοκκολογώ]
Κουκουλώνουμι ρ. = σκεπάζομαι και μεταφ. παντρεύομαι. Φρ. < λυπάμι του κουπιλούδ' π' σι κουκλώθ'κι >. Όπως η κουκούλα προστατεύει το κεφάλι έτσι και ο άντρας προστατεύει την κοπέλα που θα παντρευτεί, μια και η γυναίκα είναι υποδουλωμένη στον άντρα, αφού δεν λαμβάνει μέρος στην παραγωγική διαδικασία, και έχει ανάγκη προστασίας (κουκουλώματος). Ο λόγος για τα χρόνια τα παλιά, [κουκουλώνου < μεσν. κοκουλλώνω < κουκούλλα < λατιν. cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)]
Κουκουρόβ'λους (ο) = παρασιτικό φυτό που φυτρώνει κυρίως ανάμεσα στο σιτάρι, ο καρπός του στρογγυλός, στο μέγεθος πιπεριού. Αγνώστου ετύμου. Ίσως - κατά τη γνώμη μας - απ' το τουρκ. < kuru > (= ξηρός) + βώλος > κουρόβ'λους > κουκουρόβ'λους (με αναδίπλωση της συλλαβής κου).
Κουκούτσ' (το) = ο πυρήνας των καρπών και κυρίως της ελιάς (λιουκούκτσου). Η λ. χρησιμοποιείται και επιρρηματικά στην Αγιάσο με την έννοια α) της ομοιότητας. Φρ. < τουτους είνι κουκούτσ' μι του πατέρα τ' > (= ίδιος ο πατέρας του) και β) της παντελούς έλλειψης. Φρ. < του Κουστέλ', εν έχ' κουκούτσ' μυαλό > (= ούτε όσο ένα κουκούτσι (= σχεδόν παντελής έλλειψη), [υποκορ. του ιταλ. cucuzza (= κορυφή κωνική, πυρήνας καρπού)]
Κουκτζέλα (η) = καρπός του αγριόπευκου και της κουκουναριάς, [απ' το ιταλ. cucuzza (= κορυφή κωνική, πυρήνας καρπού) + έλα (= μεγεθυντική κατάλ. όπως βόδι > βοδέλα)]
Κούκτσου (το) = κουκούτσι (πυρήνας των καρπών καν κυρίως της ελιάς), βλ. λ. κουκούτσ'.
Κουλάγ' (το) =
  1. συνήθεια, εργαλείο. Φρ. < του πήρα κουλάγ' τσι γυμνάζουμι κάθι μέρα >.
  2. χρήμα. Φρ. < Δημητρός έχ' του κουλάγ' ιτ τσι καλουτρώ >.
  3. όπλο (μαχαίρι, πιστόλι). Φρ. < 'γώ κ'μπάρι Γιώργ' καλού-κακού έχου στου ζουνάρ πάντα του κουλάγ' ιμ >.
  4. τα γεννητικά όργανα. Φρ. < του μούρο ήρτι στουν κόσμου μ' ούλα τα κουλάγια τ' >. [τουρκ. Kolay (= ευκολία) p. kolaylamak]
Κουλαγίνα (η) = βαρύτιμο κόσμημα αποτελούμενο από πολλές χρυσές αλυσίδες χειροποίητες και δεμένες σε διάφορα σημεία όλες μαζί με σύρμα χρυσό, όπως το μαργαριτάρι. Το βάρος του περίπου τριάντα χρυσές λίρες, εξού και η παρ. φρ. < δεν έχασι δα τσι καμιά κουλαγίνα > που λέγεται στην περίπτωση απώλειας ευτελών αντικειμένων. Αγνώστου ετύμου.
Κουλαϊλαντίζου ρ. = γυροφέρνω, καλοπιάνω κάποιον για να τον κάνω δικό μου υποτακτικό ή να πετύχω κάποιο στόχο μου στην υλοποίηση του οποίου μπορεί να με βοηθήσει. Φρ. < κουλαϊλάντ'ζι γιε μ' του βου-ληυτή μπάτσι σι τρυπώσ1 σι καμιά θισούλα >. Χρησιμοποιείται και με σεξ. έννοια. Φρ. < Κόπ'ς κουλαϊλαντ'ίζ του Σουφέλ' > [τουρκ. kolaylamak (= διευκολύνω)]
Κουλαντρίζου ρ. = κατευθύνω, περιποιούμαι στοργικά κάποιον. Φρ. < Δημητρός ξέρ' τσι κουλαντρίζ' του σπίτ' ιτ τσι γι' αυτό προυκόφτ' >. Φρ. < μι του μυαλό, γιε μ', που κουλα-ντρίγζ'ς, ε θα τα βγάλ'ς πλέλια > (= θα αποτύχεις στ η ζωή), [τουρκ. kullanmak (= μεταχειρίζομαι)]
Κολλ'βόζ'μους (ο) = κολλυβόζωμος [κόλλυβα + ζωμός]
Κουλέθρα (η) = τμήμα του αλευρόμυλου (= αυλάκι τριγωνικό μεσ' το οποίο ρίχνουν το σιτάρι για να το αλευροποιήσουν οι μυλόπετρες [κολέθρα και χολέδρα μεταγν. (=υδρορροή). Κατά Ησύχιο και Φ. Κουκουλέ ίσως συγγενεύει με το χολέρα]
Κουλιάντιρου (το) = το παχύ έντερο, [κόλον (= το εντερικό τμήμα απ' το τυφλό έντερο ως την αρχή του απευθυσμένου) + έντερον]
Κουλιάς (ο) = το παχύ έντερο του βοδιού παραγεμισμένο με ρύζι και μπαχαρικά. Στην Αγιάσο η λ. χρησιμοποιείται ειρωνικά και περιφρονητικά. Φρ. < ξικουμπίτσι ρε κουλιά > [κόλον] [κουλιάρμ(η) (=πολύ αλμυρό) [κολιός < αρχ. κολοιός + άρμη < αρχ. άλμη < αλς - αλός (= θάλασσα)]
Κουλιουράδ' (το) = ο κόκκυγας (=το κατώτερο ακραίο κόκκαλο της σπονδυλικής στήλης) [κώλος + ουρά + δι (κατάλ.)]
Κουλλίτζα (η) = ένα σύνολο πραγμάτων ή καρπών κολλημένων μεταξύ τους. Η λ. χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για τα φορτωμένα με κεράσια κλαδιά. Φρ. < κόψι μ' μια κουλλίτζα τσιράσια > [κολλιτζίδα < κολλώ]
Κουλλ'τζιάζου ρ. = αγκαλιάζω, συναναστρέφομαι. Φρ. <Ληυτέρ'ς κουλλ'τζιάσαν μι του Μαριέλ' τσι πιρνούν μια χαρά > (= χωρίς να έχουν παντρευτεί), [κολλητίδα > κολλητζίδα > κολλητζιάζου. [αρχ. κολλώ < κόλλα]
Κουλλ'τζίδα (η) = χόρτο που κολλά πονηρά στα πόδια σου, αν περάσεις από κοντά του και τ' αγγίξεις, με σκοπό να μεταφέρεις πιο πέρα τους σπόρους του και έτσι να διαιωνίσεις το είδος του. μεταφ. ο ενοχλητικός. Φρ. <Δημητρός μας γίν'τσι κουλλ'τζίδα τσι πρέπ' μι τρόπου να τουν λαλήσουμι απ' τ'ν παρέγια μας >. [αρχ. κολλώ < κόλλα]
Κουλλ'μέν' (η) = κείνος που σου δίνει την εντύπωση πως οι σάρκες του έχουν κολλήσει στα κόκκαλά του. Ο πολύ ξερακιανός κι' αδύνατος, [μετοχή παρακείμενου του αρχ. κολλάω-ώ] Σώζεται και ως παρατσούκλι.
Κουλόπανα (τα) = πανιά για να τυλίγουν το βυζανιάρικο. Τύλιγαν τα χέρια και τα πόδια του παιδιού τόσο σφιχτά, ώστε μόλις που ανέπνεε. [κώλος + πανί]
Κουλός επίθ. = ανάπηρος κυρίως στα χέρια, αλλά στην Αγιάσο κουλό αποκαλούσαν και τον στα πόδια ανάπηρο. Και τα πόδια τα λένε (υβριστικά) κουλά. Φρ. < μάζουξι τα κλάσ' να πιράσου > (= τα πόδια σου), [αρχ. κυλλός]
Κουλόστιργια (τα) = το κατώτατο άκρο της σπονδυλικής στήλης το λεγόμενο ιερό οστούν. Η λ. αποτελεί μέρος της φρ. που ακούγεται στην Αγιάσο < έφαγι τα κουλόστιργιά τ', ίσιαμι να πιτύχ' του σκουπό τ' > (= κατέστρεψε παγαινοερχόμενος τα κουλόστιργιά τ'). [κολόστεον < κόλον (= τμήμα του παχέος εντέρου που αρχίζει απ' το τυφλό (= αρχή του παχέος) και φτάνει ως την αρχή του απευθυσμένου (= το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου) + οστέον (= το κόκκαλο που βρίσκεται κοντά στο κόλον έντερον). Η φρ. < τ' κουλουστιού να φας > λέγεται σαν κατάρα και σημαίνει να ξεπατωθείς, να πεθάνεις. (Ν. Ανδριώτη < Λεσβιακό ημερολόγιο 1950 > σελ. 117).
Κουλουβαρώ ρ. = αργοπορώ, καθυστερώ. Φρ. < μην του κουλουβαράς, ρε Γιώργ', πλήρουνι του χριγιός τ', γιατί έχου ανάγτσ' >. [κώλος + βαράω < μεσν. βαρώ (= πιέζω με το βάρος μου)]
Κουλουβή (η) = ποικιλία ελιάς κοντής μα λαδερής. Οι πιο πολλές ελιές της περιφέρειας Αγιάσου είναι κουλουβές. Φρ. < φίδι κολοβό > αποκαλούν τον κακό. Υπάρχει είδος οχιάς με κοντή ουρά <κντούρας < κοντή + ουρά > κουντούρα > κντούρα] αρχ. κολοβός < κόλος (= κοντός)]
Κουλουκαθίζου ρ. = ανημπορώντας να σηκώσω κάποιο βάρος (ένα σακί ελιές) καθίζω αθέλητα μου καταγής, (σαν τον αρσιβαρίστα, που δεν μπόρεσε να σηκώσει την μπάρα), στηριζόμενος στον πισινό μου. Φρ. < ψες, πιδιά, πήγα να σ'κώσου μουναχός ιμ ένα σακί ιλιές τσι κουλουκάθ'σα >. [κώλος + καθίζω]
Κουλουκάσ' (το) = είδος λαχανικού που μοιάζει με γλυκοπατάτα. [μεσν. κολοκάσιν < μεταγν. κολοκάσιον]
Κουλουκόπ'κα αόρ. του κουλουκόπουμι = υποφέρω στην σπονδυλική στήλη απ' τη μέση και κάτω. [κώλος + κόπτομαι]
Κουλουκότσ' (το) = αυτός που έχει σπασμένο το πόδι. Κουλός-ή-ό < αρχ. κυλλός (= ανάπηρος στα χέρια (και στα πόδια στην Αγιάσο). Κότσι (το) < μεσν. κότσιν < κόττιον, υποκορ. του κόττος (= αστράγαλος). Φρ. < τα κότσια μ' πλια δεν βαστούν > (= δεν έχω σωματικές αλλά και πνευματικές δυνάμεις), [κουλός + κότσι > κουλουκότσ']
Κουλουκουτρών'ς (ο) = είδος σουγιά που κλείνει και η λεπίδα χωνεύει κατά το μισό στην ξύλινη λαβή: χρησι-μοποιόταν στα χρόνια του Θ. Κολοκοτρώνη, εξού και το όνομα του.
Κουλουκρός (ο) = παράλυτος στα χέρια και στα πόδια, [κουλός < αρχ. κυλλός + άκρον (= το χέρι ή πόδι)]
Κουλουκυθάπ'δου (το) = ποικιλία αχλαδιού πολύ ζουμερού και βουτυράτου, [κολοκύθι + απίδι]
Κουλούντζ (το) = σκαπτικό πολύ μυτερό απ' τη μια μεριά εργαλείο, κατάλληλο για την εξόρυξη πετρών, [τουρκ. kulunk (= σφύρα, βάριο)]
Κουλουξυρισμένους επίθ. = αυτός
που ξυρίζει τον πισινό του. Το < κοσμητικό > τούτο επίθετο το κολλούσαν οι συντηρητικοί Αγιασώτες στους προοδευτικούς στην εμφάνιση, που αποτολμούσαν να ξυρίσουν το μουστάκι, (έγκλημα καθοσιώσεως για την μυστακοφόρα εποχή). Φρ. < γέμ'σι γη άγουρα απί ντόπγιους τσι ξένους κουλουξυρ'σμένους >. [κώλος + ξυρίζω]
Κουλουπάτ' (το) = παπούτσι ή παντούφλα πατημένη στη φτέρνα για να μπαινοβγαίνει εύκολα στο πόδι. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι νοικοκυρές που μπαινόβγαιναν απ' την αυλή του σπιτιού στο ισόγειο. Το πίσω μέρος του παπουτσιού που πατεί η φτέρνα αποκλήθηκε στο σύνθετο τούτο κώλος, [κώλος + πατώ]
Κουλουπριπούδια (τα) = συμπεριφορά δουλοπρεπής, κωλοφερσίματα, συμπεριφορά ταπεινών, δολίων, κολάκων, [κώλος+ πρεπούδι< πρέπον + ούδι κατάλ. (όπως μαθητούδι) = το πρέπον, το ταιριαστό]. Φρ. < μίλα, ρε Κουστή, καθαρά τσι ας τα Κουλουπριπούδια > (= αυτά που κάνεις είναι καμώματα του κώλου).
Κουλουρρ'ζίτς (ο) = άγριοι βλαστοί που βγαίνουν απ' τη ρίζα του δέντρου (που θεωρείται ο κώλος του δέντρου, εξού και η ετυμολογία). Και οι αρχ. τις βάφτισαν πυγόρριζα, γι' αυτό το λόγο, όπως αναφέρει ο Ησύχιος < πυγόρριζα καλούνται τινές των ριζών > (λεξ. Νέο, αρχαίο Σ. Βυζάντιου).
Κουλουσέρνουμι ρ. = αδυνατώ να περπατήσω και σέρνομαι με τον πισινό, [κώλος + σέρνω]
Κουλουσφίξ' (η) = στεναχώρια, τρεχάματα. Φρ. < κουλουσφίξεις έχ' του Βλουτίν', γιατί θα παντρέψ' του γιο τ'ς >. [κώλος + αρχ. σφίγγω]
Κουλουσφούτζ' (το) = χαρτί τουαλέτας, έγγραφο άξιο περιφρόνησης, [κώλος + σπογγίζω] Επίσης κάθε ύφασμα πολύ τσαλακωμένο.
Κουλουτούμπα (η) = ακροβατική περιστροφή στον αέρα με το κεφάλι προς τα κάτω και τον πισινό προς τα επάνω Φρ. < θα σι κάνω 'γώ να κάν'ς κουλουτούμπις > (= εκδήλωση υποτιμητική και ικετευτική), [κώλος + τούμπα (= ύψωμα μικρό) < μεσν. τούμβα < λατιν. tumba < ελλ. τύμβη< τύμβος]
Κουλουτούμπανου (το) = λέγεται η λ. για τις γυναίκες με μεγάλη λεκάνη και παχείς γλωτούς. Φρ. < για δες του Μαριγώ, ίδιου κουλουτούμπανου κατάντ'σι>. [κώλος + τούμπανο < αρχ. τύμπανον]
Κουλουτσλιώμι ρ. = κυλιέμαι με τον πισινό, μένω κάπου χωρίς σκοπό και εργασία φρ. < δεν έχου δ'λειά μήνις τώρα, γι' αυτό κουλουτσλιέμι μεσ' τ'ς καφινέδις >. [κώλος + κυλιέμαι < αρχ. κυλίω]
Κουλουφουτιά (η) = κολεόπτερο έντομο, το οποίο στο κάτω μέρος της κοιλιάς του έχει ειδικά όργανα που βγάζουν μία ουσία, η οποία όταν οξειδώνεται, παράγει φως. Μεταφ. ο πανέξυπνος, [κώλος + φωτιά < αρχ. πυγολαμπίς < πυγή (= ο πισινός)]
Κουλουφύρα (η) = τιποτένιος, ίδιος με τον πισινό στη συμπεριφορά, [κώλος + φύρα (= ελάττωση βάρους για οποιοδήποτε λόγο) < αρχ. φύρω (= ανακατεύομαι)]
Κουλύμπα (η)
  1. λάκκος με νερό κατάλληλο για κολύμπι.
  2. καρποί ελιάς που επιπλέουν στο νερό (κολυμπάνε), που λέγονται κοινώς < ιλιές κουλ'π'στές >. [αρχ. κολυμβώ < κόλυμβος (= είδος πτηνού, πιθανώς να πρόκειται για την αγριόπαπια)]
Κουλώνου ρ. = 1) κάνω πίσω, σταματώ μπροστά σε εμπόδιο, [κώλος + ώνω (κατάλ.)]
Κουμάρ (το) =
  • σταμνί για νερό.
  • τυχερό παιχνίδι, [τουρκ. kumar]
Κουμάσ' (το) = κοτέτσι και κυρίως χοιροστάσιο. Ο Ησύχιος λέγει πως το κουμάσι είναι απ' το κοιμάσιον των ορνίθων (= οίκημα των ορνίθων) (λεξ. Α. Φλώρου).
Κουμάσ' (το) = ύφασμα, [τουρκ. kumac]
Κουμέρκ' (το) = εμπόριο, άδεια να πωλείς σε έναν τόπο, τελωνείο, [λατιν. commercium] (= εμπόριο, τελωνείο)]
Κουμλί (το) = κυλινδρικό πήλινο δοχείο, υποκορ. του επιθέτου κούμουλος (= σωρός) λατιν. cumulus (= σωρός). Η ονομασία του δοχείου προέκυψε εκ του ότι, άμα το γεμίσεις με καρπούς μέχρι την επιφάνεια, σχηματίζεται ένας σωρός (κούμουλος).
Κουμλούτς (το) = σωλήνας πήλινος, για την μεταφορά νερού από τόπο σε τόπο. Και μία λιόφυτη περιοχή στα Κεραμειά (Λέσβου), απ' την οποία περνούσαν τα κουμλούτσια (σωλήνες) του Ρωμαϊκού υδραγωγείου Μυτιλήνης, ονομάζεται Κουμλούτσ. Με τα κουμλούτσια μετρούσαν την ποσότητα του νερού, όπως σήμερα με τις ίντσες. [λατιν. kumluk (= τόπος αμμουδερός)]
Κουμπάνια (η) = το σύνολο των εφοδίων καν τροφών που θα πάρει κανείς μαζί του, όταν πρόκειται να πάει σ' ένα μέρος για διαμονή. Φρ. < κάναμι τ' κουμπάνια μας τσι ταχιά θα φύγουμι στα Πόταμα (= περιοχή της Αγιάσου) να πιράσουμι του καλουτσαίρ' >. [ιταλ. compagna (= σύντροφος) < λατίν. cumpanis (cum (= μαζί) + panis (= ψωμί)]
Κουμπάνια (η) = όμιλος ανθρώπων που συνδέονται φιλικά ή επαγγελματικά. Φρ. < κομπανία μουσικής >. [ιταλ. compagnia < λατιν. companium (= συντροφιά)]
Κουμπώνω ρ. = περνώ το κουμπί στην κουμπότρυπα, περιορίζω, δένω, μποδίζω. Φρ. < συ μικούμπουνις, ρε μάννα, τσι δεν μπόρεσα να δημιουργήσου γνωριμίες τσι απόμεινα στου ράφ' > = μπόδιζες... [μεσν. κομβώνω < αρχ. κομβώ (= δένω)]. Η σημασία αυτή προέκυψε απ' το ότι παλιότερα τα φορέματα έκλειναν με σχοινάκια που δένονταν σε κόμπο. (Φ. Κουκούλες, λεξ. Ανδριώτη).
Κουμσού (η) και συνήθως στον πληθ. κουμσούδις. Στην Αγιάσο αποκαλούν κουμσούδις τους νέους που, σαν τους κωμάζοντες της αρχαιότητας, συμπεριφέρονται ειρωνικά, πειρακτικά και κουτσομπολίστικα προς τους άλλους. Επειδή δε κατά κανόνα οι κουμσούδις ήτανε και κομψευόμενοι νέοι (με ψαθάκι, σιδερωμένο παντελόνι, φρεσκοξυρισμένοι και γραβατωμένοι) γι' αυτό ίσως, το κουμσούδις έγινε κουμψούδις, από ετυμολογική επίδραση του κομψός. Η λ. προέκυψε απ' τον αρχαίο κώμο, (γιορτή προς τιμήν του βάκχου (Διονύσου)), που γινότανε αρχικά μόνο στις κώμες (= χωριά). Και οι κωμάζοντες (= οι συμμετέχοντες στον κώμο) της αρχαιότητας συμπεριφερότανε κατά τη γιορτή κατά τον ίδιο τρόπο με τις κουμσούδις της Αγιάσου, [τουρκ. komcu (= γείτονας)]
Κουνάτσ' (το) = κατοικία, φυλακή. Φρ. < βαλαν στου κουνάτσ' του Δημητρό γιατί έδειρι του Γιώργ' >. [τουρκ. konak]
Κούνια (η) = κρεβατάκι, για βρέφος, λίκνο. Η λ. δεν έχει καμμιά σχέση ετυμολογική με το αρχ. κινέω. Είναι η λατιν. cuna = κούνια, βαθιά πιατέλα και το p. cunor = κουνάω κούνια, νανουρίζω, [τουρκ. besik (λεξ. Γ. Μπαμπινιώτη)]
Κουνινές (ο) = το βρέφος. Μεταφ. ανόητος, [η λ. προέκυψε απ' το λατιν. cuna (= βρεφικό κρεβατάκι) > κουνίνες]
Κουνουμώ ρ. = οικονομώ, εξασφαλίζω τα απαραίτητα για την επιβίωση του οίκου (σπιτιού). Μεταφ. κάνω έρωτα. Φρ. < τούτ' που πιρνά κουνουμιέτι > = συνουσιάζεται. Παρ. < τσι άμα κουνουμθείς, μάστουρ'ς να σι κουνουμήσ' > στην παρ. τονίζεται η σημασία και η αξία του ειδικού, του τεχνίτη σε κάθε δουλειά, [αρχ. οικονομέω < απ' τη φρ. οίκον νέμειν (= διευθύνω)]
Κουνουσλούκ (το) = συναναστροφή. Φρ. < δεν θέλου γιε μ' πουλλά κουνουσλούκια με του γιο τ' Λινιού >. [τουρκ. konucma (= συνομιλία) konucmak (= συνομιλώ)]
Κουνουστίζου ρ. = συναναστρέφομαι. Παρ. < μι όποιουν κουνουστίγζ' κανείς, ίδιους γίνιτι >. [τουρκ. konuculmak]
Κουντάρ (το) = ραβδί μακρύ ως τρία μέτρα στο μάκρος, ίδιο με την τέμπλα και το κοντάρι. Με δύο σχοινιά απ' τις δύο άκρες το κρεμούσαν απ' το ταβάνι και πάνω του κρέμαζαν φρούτα (αχλάδια, σταφύλια κλπ.), [μεσν. κοντάριν < μεταγν. κοντάριον, υποκορ. του αρχ. κοντός]
Κουντο ως α' συνθ. έχει την έννοια του πλησιάζω. < κουντουχωριανός > (= ο απ' το πλησίον ευρισκόμενο χωριό) και του μικρού < κουντουβράτσ' > (= κοντό βρακί).
Κουντουβόλτ' (το) = σύντομη στροφή, γύρος. Φρ. < ούλου κουντουβόλτια μας καν' Βασίλ'ς, σαν του λαγό > ( ο λαγός, όταν κυνηγιέται απ' το σκυλί, κάνει κοντές βόλτες για να ξεφύγει), [κοντό + βόλτα < ιταλ. volta] (= στροφή)]
Κουντουβράτσ' (το) = κοντό βρακί. Οι γυναίκες όταν ντυνόταν επίσημα στις γιορτές και Κυριακές φορούσαν τρία βρακιά, το πρώτο το εξωτερικό ήταν το επίσημο, το δεύτερο λεγότανε φουστάνι και το τρίτο, που ήταν και κοντό, κοντοβράκ'. [κουντουβράτσ' < κοντό + βρακί < βράκα]
Κουντουγούν' (το) = κοντό γυναικείο παλτό από προβιά ή γούνα που φτάνει ως τη μέση. [κοντό + γούνα < μεσν. γούνα < λατίν. gunna, κελτικής αρχής κατά P. Kretschmer, κατ' άλλους απ' τη σλαβική λ. gunna]
Κουντούρα > κντούρα (η) =
  1. είδος κοντού χωρίς ουρά και χοντρού δηλητηριώδους φιδιού (οχιά). Φρ. < φίδ' κουλουβό που σ' έφαγι >.
  2. είδος σκληρού σταφυλιού. [κοντή + ουρά > κούντουρος > κοντούρα > κντούρα].
  3. χαμηλό γυναικείο παπούτσι, το οποίο τουρκ. λέγεται kondura και πρόκειται μάλλον για αντιδάνειο απ' το αρχ. κόθορνος (= υπόδημα υψηλό που φορούσαν οι αρχαίοι ηθοποιοί για να φαίνονται ψηλότεροι).
Κουντουρέλια (τα) = είδος αχλαδιών που τα πρωτόφερε - όπως λένε -στην Αγιάσο, κάποιος Κουντουρέλης. Χειμωνιάτικα μεγάλα και εύγευστα. Η ονομασία ίσως να σχετίζεται με το κοντό μίσχο τους. [κοντός + ουρά]
Κουντουρτίζου ρ. = κάνω σαν τρελός, αφηνιάζω, προσπαθώ να κάνω κάτι το ακατόρθωτο κατά τη γνώμη των άλλων. Φρ. < γιος ιμ κουντούρτσι να φύγ' στ'νΑθήναν' αρχουντίν (να γίνει πλούσιος) >. Φρ. < κουντούρτσις ίσιαμι να σε δείρου > λέγεται για τα παιδιά που κάνουν αταξίες, [τουρκ. kudurmak (= λυσσώ)]
Κουντουρντσμένους (παθητική μετοχή παρακειμένου), κουντουρτσμός, κουντούρτ'σμα. [τουρκ. kudurmak]
Κουντουστούπ'ς ή κουντουσγούπ'ς (ο) = κοντός στο ανάστημα, [κοντός + στούμπης < όψιμο μεσν. στούμπος (= κόπανος) < σλαβ. stonpa]. Το κουντουσγούπ'ς προέκυψε μάλλον απ' την τροπή του < τ > σε < γ > < κουντουστούπ'ς > κουντουσ-γ-ούπ'ς]
Κουντουσύλλαβα επίρρ. = σύντομα. Φρ. < του τα είπα κουντουσύλλαβα>. [κοντός + συλλαβή]
Κουντόφουτους επίθ. = κοντόφθαλμος, μύωπας. Μεταφ. στενόμυαλος, [κοντό + φως]
Κουντραστέρνου ρ. = αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι με λόγια σε κάποιον, εναντιώνομαι, [ιταλ. contrastare (λατιν. contra (= αντίθετα) + stare (= απαρέμφατο του sto (= στέκομαι)]
Κουντύλ' (το) =
  1. γραφίδα. Η ονομασία οφείλεται στο ότι φτιαχνότανε το κοντύλι απ' το τμήμα του καλαμι-ού του κομμένου απ' τον ένα κόνδυλο (= κόμπο) ως τον άλλο
  2. δαπάνη του προϋπολογισμού, [μεταγν. κονδύλιον, υποκορ. του αρχ. κόνδυλος (= κόμπος, άρθρωση, ρίζα)]. Λατιν. condalium (= μικρός κρίκος που φορούσαν οι δούλοι).
Κουπανέλ' (το) =
  1. τα μικρά του βατράχου (οι προνύμφες) που μοιάζουν με κόπανο.
  2. ειδική κατασκευή από μικρά ξυλαράκια όμοια με τις προνύμφες του βατράχου, κατάλληλα για πλέξιμο δαντέλας (δισκομαντιλιών, πετσετών) στο μαξιλάρι επάνω στηριγμένης, [αρχ. (το) κόπανον > μεταγν. κόπανος > κουπανέλ', υποκορ.]
Κουπανίδα (η) και κουπανέλια (τα) = προνύμφες των βατράχων που μοιάζουν με μικρό κόπανο, [αρχ. (το) κόπανον > μεταγν. (ο) κόπανος]
Κουπιλάρ' (το) = αγόρι. Σχηματίστηκε απ' τη λ. (η) κοπέλα, (= νεαρή και συνήθως άγαμη γυναίκα). Μεγεθ. τύπος του κοπέλι, υποκορ. του μεσν. κοπέλα (= υπηρέτρια, ψυχοκόρη). [ιταλ. copella]
Κουπιλούδ' (το) = μικρό κορίτσι, υποκορ. του κοπέλα, που σημαίνει στα νεότερα χρόνια νεαρή και όμορφη. Παρ. φρ. < κουπιλούδ' είν' του μούρο > που λέγεται στην περίπτωση που αθετείς την υπόσχεση σου, πράγμα όχι ευχάριστο, όπως δεν ήταν ευχάριστο γεγονός η γέννηση ενός κουπιλούδ', γιατί η οικογενειακή τακτοποίηση του, απαιτούσε πολλά χρήματα και πρωτίστως ένα σπίτι. Κορίτσι χωρίς σπίτι δεν ήταν δυνατό να παντρευτεί.
Κουράκ (το) = άνυδρος, ξηρός, [τουρκ. kurak]
Κούρασαν (το) = αμμοκονίαμα για σουβάντισμα (= μίγμα από ψιλοκοπανισμένα κεραμίδια, νερό και ασπράδια αβγού, [τουρκ. horasan]
Κουρβανάς (ο) = ταμείο, θησαυροφυλάκιο, [εβραϊκά koran (= δώρο)]
Κουρδατσιάζου ρ. = κατά κυριολ. τεντώνω σα χορδή. Μεταφ. πεθαίνω κυρίως από κρύο. Απ' το τέντωμα της χορδής προέκυψε και η έννοια της έπαρσης, γιατί οι εγωιστές και φαντασμένοι τεντώνονται, κορδώ-νονται, όπως λέμε. [πρόκειται για αντιδάνειο. Μεσν. κόρδα < λατιν. corda < αρχ. δωρικά χορδά (= χορδή μουσικού οργάνου)]. Κατά το Γ. Γιαννουλέλλη < αρχαίες και μεσαιωνικές λέξεις στο Λεσβιακό ιδίωμα > η λ. προέκυψε απ' το αρχ. κόρδαξ (= ξύλινο ρόπαλο) > κορδάκιον υποκορ. > κορδακίζω > κουρδατσιάζου]
Κουρδίζου ρ. =
  1. τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου.
  2. ερεθίζω προκλητικά, σκόπιμα, με λόγια κάποιον. Φρ. < μη μικουρδίγζ'ς ρε Βασίλ', γιατί θα σπάσου τ' μούρ' σ' >.
  3. Κουρδίζομαι = ντύνομαι. Φρ. < κουρδιστοί πάλι Δημητρός του καλό του κουστούμ' ιτ > (= ντύθηκε, φόρεσε). [μεσν. κόρδα < λατίν. corda < αρχ. δωρικά χορδά] αντιδάνειο.
Κουριμάδ' (το) = η κακό κουρεμένη, [μεταγν. κούρευμα < κουρεύω < κούρα < αρχ. κείρω (= κουρεύω)]
Κουρκουλούτσια (τα) = φόβητρο, απόκρημνο μέρος. Τοπωνύμιο μιας περιοχής της Αγιάσου, που βρίσκεται κάτω απ' το ελαιοτριβείο του Συνεταιρισμού. [τουρκ. korculuk (= φόβητρο)]
Κουρκούτ' (η) = χοντραλεσμένο σιτάρι που το χρησιμοποιούν για τραχανά. Μεταφ. βλάκας. Φρ. < του μυαλό τ' είνι κουρκούτ' >. [μεσν. κουρκούτιν]. Κατ' άλλους απ' το περσ. kurkurt (= θειάφι που μοιάζει στο χρώμα με την κουρκούτ')]
Κουρμπάν (το) = θυσία ενός ζώου, συνήθως βοδιού, προς τιμήν ενός Αγίου, ύστερα από τάμα. Πρόκειται για πανάρχαιο έθιμο που αντικατέστησε τις ανθρωποθυσίες, που γινόταν στην αρχαιότητα για εξευμενισμό των Θεών. Το έθιμο των ζωοθυσιών τηρείται με ευλάβεια σε μερικά χωριά της Λέσβου και συγκεκριμένα στην Αγια-Παρασκευή, κατά την εορτή του Αγίου Χαραλάμπους (γιορτή του ταύρου), [τουρκ. kurban (= θυσία)]. Κατά την εορτή των Τούρκων < κουρμπάν μπαϊράμ > σφάζεται αμνός. (Λεξ. Δ. Δημητράκου).
Κουρμπέτ (το) = ξενιτιά, ταλαιπωρία. Φρ. < είμι μαθ'μένους στου κουρμπέτ τσι δεν μι νοιάζ' >. [τουρκ. gurbet]
Κουρμπιτλής (ο) = σκληραγωγημένος, [τουρκ. gurbet + λης (κατάλ.)]
Κουρνιάζου ρ. = μαζεύομαι, κοιμάμαι. Φρ. < κούρνιασε σι μια γωνιά τσι αποκοιμήθ'τσι >. [ίσως η λ. να σχετίζεται με το πουλί κουρούνα (κορώνη). Κατά Δ. Γεωργακά απ' το κούρνια (= βέργα που τοποθετείται ευθύγραμμα για να κοιμούνται οι κότες στο κοτέτσι). Κατά το Γ. Γιαννουλέλλη < νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις >. [ απ' το τουρκ. korumak (= ασφαλίζομαι)].
Κουρνιαχτός (ο) = κονιορτός. Σύννεφο σκόνης που σηκώνεται απ' το έδαφος όταν φυσά δυνατός αγέρας, [μεσν. κορνιακτός (με παρετυμολογική επίδραση της λ. στάχτη). < κορνιορτός < κορνιοτός (με ανομοιωτική αποβολή του - ρ -). < αρχ. κονιορτός] (λεξ. Γ. Μπαμπινιώτη).
Κουρούκ (το) = ξηράδι, ξηρές ελιές πεσμένες καταγής. Φρ. < απί ταχιά ετοιμαστείτι να πάμι να μαζώξουμι του κουρούκ >. [τουρκ. kuru (= ξηρός)]
Κουρουκλός ή κουλουκρός (ο) = σακάτης στα χέρια ή πόδια, [τουρκ. kuru (= ξηρός) + κουλός < αρχ. κυλλός > (= σακάτης στα χέρια)]. Κατά Ν. Ανδριώτη < Λεσβιακό ημερολόγιο 1950 > σελ. 117-120, πρόκειται για σύνθετο απ' το κουλός, [αρχ. κυλλός (= χωλός) + άκρον > κουλοκρός] φρ. < κουλουκρό να σι δω >.
Κουρούπ' (το) = σπασμένο πήλινο σταμνί, υποκορ. του αρχ. κορύπη (= κεφάλι, περικεφαλαία).
Κουρουτσλιέμι ρ. = κυλιέμι καταγής σαν να είμαι κάτι το ξερό, το άψυχο, [τουρκ. kuru (= ξηρός) + αρχ. ελλ. κυλίομαι] (λέξη υβρίδιο).
Κουρ'ταβάσ' επίθ. = καταξεσχισμένος, αχρηστευμένος. Φρ. < τσακου-θήκαμι μι του Γληγόρ' τσι τουν ίβγαλα κουρνταβάσ' >. [Kuru τουρκ. (= ξηρός) + tava τουρκ. (= τηγάνι)]. Τη λ. τη χρησιμοποιούμε κυρίως όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι γεμίσαμε τρύπες με τα σκάγια του κυνηγετικού όπλου ένα αντικείμενο, που το βάλαμε στόχο.
Κούρτσαφλου (το) = ολότελα ξηρό. Φρ. < του ψουμί είνι κούρτσαφλου τσι θα σπάσουμι τα δόντια μας, ε μάννα >. [λ. υβρίδιο απ' την τουρκ. kuru (= ξηρός) + ελλ. τσόφλι (= φλούδα) ή απ' το κόρα (= φλούδα ψωμιού), ή σλαβ. kora + τσέφλι]
Κούσλα = σιωπή, υποχώρηση. Φρ. < κανί κούσλα > κυριολεκτείται στα σκυλιά. Αγνώστου ετύμου.
Κουσταντινάτου (το) = φλουρί και νόμισμα, που κόπηκε επί Μ. Κωνσταντίνου, το θεωρούσαν θαυματουργό.
Κούστιρ (η) = τόπος, κοιλάδα των πουλιών, τοπωνύμιο Αγιάσου (βλ. < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο>, σελ. 174 των Δ. και Γ. Παπάνη). [τουρκ. kus (= πουλί) + dere (= ρεματιά)] ή απ' το ιταλ. costare (= κοστίζω) με το νόημα ότι ήταν ασύμφορη, κοσταρλίδικη η καλλιέργεια τη περιοχής, γιατί ήταν άγονη, ρουμανιασμένη και περτώδης.
Κουστσίνηρα (η) = κόκκινη ράχη, τοπωνύμιο Αγιάσου (βλ. < Τοπωνυμικό Οδοιπορικό στην Αγιάσο>, σελ. 149 των Δ. και Γ. Παπάνη). Προτείνονται πολλές ετυμολογίες. 1) κόκκινη + ράχη > κουστσίνηρα (με κώφωση ο>ου, και τσιτακισμό κ > τσ). Είναι η πιο πιθανή και αναφέρεται και στα προικοσύμφωνα. Την ονόμασαν κόκκινη πλαγιά (κόκκινη ράχη) γιατί απ' τις πολλές παπαρούνες που φυτρώνουν μετατρέπεται σε κόκκινο χαλί. 2) (κατ' άλλους) γιατί στην περιοχή συνήφθη καπότες μάχη ανάμεσα στους Ενετούς που κατείχαν τη Λέσβο και τους Σταυροφόρους ή πειρατές ή Τούρκους, κατά την οποία σκοτώθηκαν εκατέρωθεν πολλοί και κοκκίνισε απ' το αίμα η ράχη. 3) Κατ' άλλους απ' τα κόκκινα χώματα της πλαγιάς ονομάστηκε κόκκινη ράχη.
Κουτβέλ' (το) = βλάκας, κουτός, [κουτάβι > κουταβέλ' > κουτβέλ']
Κούτελο (το) = το πάνω απ' τα φρύδια και μέχρι τη ρίζα των μαλλιών τμήμα του προσώπου, [μεσν. κούτελον < μεταγν. κότυλον < αρχ. κότυλος < κοτύλη (= δοχείο, κοιλότητα)]
Κουτζάμ άκλιτο επίθ. = τόσο μεγάλος, [τουρκ. kocam]
Κουτζάμπικιαρ'ς (ο) = ο μεγάλης ηλικίας και απάντρευτος. [τουρκ. kacam + bekar (= απάντρευτος)]
Κούτ'κας = το ινιακό κόκκαλο (ινίο = τράχηλος, το πίσω και κάτω μέρος του κρανίου), [μεταγν. κόττικοι (= περικεφαλαίες) ή απ' το αρχ. κοτίς (= ινίο)] (λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Κούτλιους επίθ. = ο δίχως κέρατα. Φρ. < πανί να φέρ'ς τ' κούτλια τ' γίδα >. [Η λ. προέκυψε απ' το κούτελον (βλ. λ.) και σημαίνει γίδα που χτυπά με το κούτελο, γιατί δεν έχει κέρατα]
Κουτ'λώ ρ. = χτυπώ με τα κέρατα. Φρ. < κουτλά σι > (= είναι μπρος τα μάτια σου), [κούτελο > κουτλώ] Κουτουλιά (η) = χτύπημα με το κούτελο ή τα κέρατα, [κούτελο > κουτλώ]
Κουτουρντίζου ρ. = είμαι ζωηρός και μάλιστα στο σεξ. Φρ. < κουτούρντσι τσι έφαγι του τσιφάλ' ιτ >. [ίσως απ' το τουρκ. kudurmak (= λυσσάζω, δεν ακούω τις συμβουλές των άλλων)]
Κουτούτσ' (το) = κούτσουρο, ταβέρνα. Μεταφ. βλάκας, άτσαλος. Στα Παράκοιλα Λέσβου υποθηκοφυλακείο. (Ως το 1940 όλες οι γειτονιές της Αγιάσου είχαν τα κουϊτούκια τους, που μετατρεπότανε τις Κυρια-κάδες και γιορτές σε νυφοπάζαρα. Οι κοπέλες κατακλείδ' στολισμένες περίμεναν στα καρεκλιά καθισμένες ή όρθιες τους αγαπητικούς των, για να τους καμαρώσουν όντας θα στροβιλίζονταν υπό τους ήχους της λατέρνας και για ν' ανταλλάξουν μειδιάματα όλο νόημα και λάγνες ματιές, [τουρκ. kutuk]
Κούτρα (η) = το μέτωπο, το κεφάλι. Παρ. φρ. <γη κούτρα το 'χεινακατι-βάζ' ψείρις > λέγεται για κείνους που έχουν τάση να διαπράττουν παρανομίες και παρατυπίες, [λατιν. scutra (= δίσκος, πίναξ). Κατά το Μ. Φιλήντα απ' το αρχ. κύτρα (= χύτρα). Κατά Φ. Κουκουλέ απ' το κύτος (= κοιλότης, αγγείον) > κύτα > κούτα > κούτρα]. Λεξ. Ν. Ανδριώτη. Τοπωνύμιο μιας λιόφυτης αλλά βραχώδους περιοχής της Αγιάσου, που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και ακριβώς πάνω απ' το κτήμα του Μ. Αρχοντίτση.
Κουτρουβάλα (η) = κατρακύλισμα με το κεφάλι προς τα κάτω. [βλ. κουτρουβαλώ]. Κουτρουβαλώ-άς ρ. = κατρακυλώ με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπες. < ίσως απ' το κοττοβολώ (= ρίχνω κύβους), ρουμαν. cotrobai. (λεξ. Τεγόπουλου).
Κούτρουλας (ο) = στάμνα με σπασμένα χέρια, σκεύος άχρηστο. Μεσ' τα κουτρούλια, τότες που δεν υπήρχε καμιά κοινωνική πρόνοια για τις αρρώστιες και τα γηρατειά, τοποθετούσαν τις οικονομίες τους σε λίρες και τις έκρυβαν μεσ' τη γης ή τους τοίχους των σπιτιών, γι' αυτό όταν χαλούσαν τα παλιόσπιτα βρίσκαν μεσ' τους τοίχους κουτρούλια με λίρες και από εδώ και η παρ. φρ. < τούτους ή βρι κούτρουλα >, που λέγεται για κείνους που σκορπάν αλόγιστα, ενώ η οικονομική τους υποδομή δεν δικαιολογεί μια τέτοια ενέργεια. Και όταν θέλουμε να δείξουμε την αδιαφορία μας για κάποια απειλή, εκστομίζουμε τη φρ. < τ'ς κουτρούλ' θα βάλου να κλαίν', αν δεν μι καν' παρέγια πλια του Μαριγώ >. Φρ. < τουν κάναν κουτρούλ' > (= τον κούρεψαν σύρριζα). Αγνώστου ετύ-μου. Ίσως από τη λ. κούτρα, επειδή μοιάζουν μεταξύ τους στο σχήμα ο κουτρούλης με την κούτρα (= κεφάλι). Κατά Γ. Γιαννουλέλλη η λ. απ' το αραβ. gutul (= αυτός που του κόψαν την κορυφή).
Κουτρούπ' (το) = πήλινο δοχείο λίγο πιο μεγάλο από μια στάμνα (λαγήνα) με φαρδύ λαιμό, όπως τα κουπιά, μεσ' το οποίο παρασκεύαζαν παστές ελιές ή αποθήκευαν διάφορα φαγώσιμα (τυριά μυζήθρες κλπ.). Αγνώστου ετύμου. Ίσως - κατά τη γνώμη μας - απ' το κούτρα + οπ (ρίζα του οραώ (= βλέπω) (= αυτό που έχει τη ν όψη (= μοιάζει) κεφαλιού, ή απ' το κουρούπ' (= δοχείο) (με ανάπτυξη ενός -τ-)] < αρχ. κορύπη (= κεφάλι, περικεφαλαία).
Κούτσα (η) = 1) κούκλα. 2) ανεμώνη. 3) η μαζεμένη σε σχήμα θηλιάς βαμβακερή κλωστή που πουλιόταν σε δέματα (τα μπαλότα), μεσ' τα οποία υπήρχαν πολλές κουτσές για ύφανση στον αργαλειό, [τουρκ. konca (= μπουμπούκι)]. Όσο για την έννοια της κούκλας μπορεί να γίνει συσχετισμός με την περσ. λ. ghuncha - lab (= ερωμένη).
Κουτσαίρνου ρ. = συνδέω, φορώ κάποιο ένδυμα, συνουσιάζομαι, [ιταλ. cozzare (= χτυπώ με τα κέρατα)].
Κουτσάν' (το) =1) μίσχος φύλλου ή άνθους ή καρπού. 2) τίτλος κυριότητας. Φρ. < τ'ν πιρνά κουτσάν > (= ξεκούραστα) (βλ. σελ. 130 του Δ' τόμου < Παροιμίες που λέγονται στην Αγιάσο > των Δ. και Γ. Παπάνη). [κοψάνιον, υποκορ. του κόψανον < κόπτω] κατά Μ. Φιλήντα. Κατά τον Κ. Διγκίτση απ' το τουρκ. kocan (= στέλεχος). Κατ' άλλους απ' το κοτ-τάνη (= σκεύος αλιευτικό).
Κούτσαυλος (ο) = ο πολύ κουτσός, [κουτσός, επίθ. απ' το θέμα του κόπτω + αυλός (= κνήμη)], γιατί κάθε μακρύ αντικείμενο παρομοιάζεται με αυλό. (Λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Κουτσιάζου ρ. = κάνω πίσω, αθετώ το λόγο μου, σταματώ. Φρ. < κότσιασι γάιδαρους >. [Το ρ. προήλθε απ' το κότσι (= αστράγαλος ποδιού) < μεσν. κότσιν < κοττίον, υποκορ. του αρχ. κόττος (= κύβος) ή απ' το σλαβ. kost (με μετάθεση του ι)]
Κούτσκου (το) = το πολύ μικρό πράγμα, το παιδί, [τουρκ. kucucuk]
Κουτσκούδα (η) = ξύλινο ρόπαλο ίδιο στο πάχος και στο μέγεθος με το γκλόπς των αστυνομικών. Το ένα άκρο της είναι στρογγυλό. Φρ. < τούτους θέλ' κουτσκούδα > (= ξυλοφόρτωμα). Παρ. φρ. < μανέλα πήγις κουτσκούδα γύρ'σις >, λέγεται για κείνους που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν μια υπόθεση χωρίς να πετύχουν τίποτα. Αγνώστου ετύ-μου. Ίσως να είναι μεγεθυντικός τύπος της βλάχικης λ. kutsaKe (= το μέρος του σαμαριού που εξέχει, απ' το οποίο περνούν το σχοινί κατά το φόρτωμα του ζώου και το οποίο μοιάζει με το στρογγυλό άκρο της κου-τσκούδας. [kutsake > κουτσικούδα > κουτσούδα] Στα Παράκοιλα -Λέσβου με την κουτσκούδα χτυπούσαν επί τουρκοκρατίας τις πόρτες των σπιτιών τα Χριστούγεννα, γιατί οι Τούρκοι απαγόρευαν να χτυπάνε την καμπάνα. < λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Παρακοίλων > Ν. Ταστάνη.
Κουτσλίδια (τα) = τα μικρά παιδάκια. Παρομοιάζονται με τα περιττώματα των πουλιών, τις κουτσουλιές, προκειμένου να τονισθεί η ασημαντότητα τους. [κουτσλιά > κουτσλίδι] ή με τους κοχλιούς (= σαλίγκαρους) < κοχλίδ > κουτσλίδ]
Κουτσνάδα (η) = 1) κοκκινίλα (κόκκινο στίγμα). 2) άγριο χορταρικό που τρώγεται βραστό, μαγειρεύεται κατά πολλούς τρόπους, είναι κοκκινόρριζο εξού και η ονομασία του.
Κουτσνόκουλους (ο) = μαϊμού, της οποίας ο πισινός είναι κόκκινος, εξού και το σύνθετο . [κόκκινος + κώλος]
Κουτσνουπατούνα (η) = αυτός που οι πατούσες του είναι κόκκινες (απ' το χώμα). Πρόκειται για περιφρονητικό σύνθετο προς τους κατοίκους του κάμπου (Ιππείου), οι οποίοι έχουν κόκκινες πατούσες απ' τα χώματα του κάμπου, [κόκκινος + πατούνα ουσ. < πατούσα με επίδραση της λ. φτέρνα]
Κουτσό - τίθεται ως α' συνθετικό ρημάτων και δηλώνει το λίγο, σιγά. < κουτσοπίνω < κουτσός > κουτσό]
Κουτσουρεύω ρ. = κόβω τα κλαδιά δέντρου και μεταφ. περικόπτω ένα κείμενο. Φρ. < η λογοκρισία κουτσούρεψε το κείμενο που έστειλα στην εφημερίδα >. [κούτσουρο + ευω (κατάλ.)]
Κούτσουρο (το) = κορμός δέντρου χωρίς κλαδιά, μεταφ. βλάκας, χοντράνθρωπος, άξεστος, τελείως αδιάβαστος (για μαθητές), [ίσως, κατά Μ. Φιλήντα, απ' το κόψουρον (= κάτι με κομμένη την ουρά)]
Κουτφλίζου ρ. = απ' τη νύστα ή την κούραση πέφτει άθελα μου προς τα κάτω το κεφάλι μου. [κούτρα (= κεφάλι) + τύφλα (= έλλειψη όρασης ) + ίζω (κατάλ.) > κουτυφλίζου > κουτ'φλίζου (= πέφτει το κεφάλι μου με κλειστά τα μάτια απ' τη νύστα)]
Κουφνίδα (η) = σκεύος καμωμένο από γερά σανίδια. Το σχήμα του ορθογώνιο τετράγωνο και επίμηκες. Ως ένα μέτρο στο μάκρος. Στο επάνω μέρος ανοιχτό και ο πυθμένας καλύπτεται απ' τα έξω με ένα τετράγωνο σανίδι, όχι καρφωμένο αλλά στηριγμένο με μεντεσέδες απ' τη μια μεριά και απ' την άλλη με μία αλυσίδα, που γαντζώνεται στην άλλη πλευρά του σανιδιού πάνω σ' ένα άγκιστρο. Γεμίζουν την κουφνίδα με διάφορα υλικά (πέτρες, χώματα) για πέταμα και όταν θέλουν να την αδειάσουν αφαιρούν απ' το άγκιστρο την αλυσίδα οπότε ανοίγει ο πυθμένας αυτόματα και μετατρέπεται η κουφνίδα σε σημερινό αυτοκίνητο με ανατροπή. Μεταφ. πάνω στο σκεύος αυτό της μεταφοράς αχρήστων υλικών τοποθετεί φραστικά ο Αγιασώτης κάθε έναν άχρηστο στη ζωή, ή ετοιμοθάνατο. Για τον πολύ γέρο θα πει <τού-τους κάτι πα στ'ν κουφνίδα> (= είναι για πέταμα σαν άχρηστο υλικό, είναι ετοιμοθάνατος) ή < τούτ' που πιρνά είνι μιγάλ' κουφνίδα > (= μεγάλη πόρνη, το αιδοίο της είναι φαρδύ όσο ο πάτος της κουφνίδας). Και άλλες πολλές παρόμοιες εκφράσεις έχουμε με άξονα την κουφνίδα. [αρχ. κόφινος > μεσν. κοφίνι > κοφιν + ίδα (κατάλ.) > κουφνίδα (με κώφωση ο > ου]
Κούχτιου (το) = ο πολύ γηρασμένος και καταβεβλημένος. Προσάπτεται επιτιμητικά στις γριές. Φρ. < τσι σεις, κούχτια παλιόγριγιες, θα 'κούσιτι τώρα τ'ς μπουμπές σας > διαλαλεί ο καρνάβαλος Αγιάσου σε κάποια καρναβαλική εκδήλωση. Αγνώστου ετύμου.Ίσως απ' την ιδιωματική λ. χούφταλο (= πολύ γέρος) που προέκυψε με αντιμετάθεση απ' το φούχταλο (= πολύ γέρος που χωράει στη φούχτα) (= παλάμη) > κούχτιου]
Κουψίδ' (το) = 1) μικρά κομμάτια ψημένου κρέατος. 2) στενόμακρες λουρίδες χαρτιού με τις οποίες τυλίγονται τα φρούτα για να μην τραυματίζονται κατά τη μεταφορά, [κόπτω > κόψη > κοψίδ']
Κοφτού ρ. = 1) τεμαχίζω. 2) τραυματίζω 3) κουράζομαι. 4) σταματώ. Στην Αγιάσο και Ίμβρο χρησιμοποιείται αμετάβατα (= χωρίς αντικείμενο) με την έννοια του φεύγω τρεχάτος). Φρ. < κόψι ρε > (= φύγε). Ένα ποίημα ανώνυμο του μεσαίωνα λέγει < ο λύκος κόπτει (= αποφεύγει) το βουνίν, η αλεπού το δάσος > < Ν. Ανδριώτη < Λεσβιακό ημερολόγιο 1956 σελ. 49).
Κόψ'μου (το) = 1) ευκοιλιότητα, 2) ομοιότητα, φρ. < ένα κόψ'μου είστι τσι γοι δυο > (= μοιάζετε), [κόπτω]
Κριβατή (η) = ο υφαντικός αργαλειός που μοιάζει με κρεβάτι, [μεταγν. κραβάτιον, υποκορ. του κράβατος < λατιν. grabatus (= κλίνη) > κρεβάτι > (η) κριβατή]
Κριβατσούλ' (το) = είδος κρεβατιού, που φτιάχνουν έξω απ' τα εξοχικά καλυβόσπιτα. Έχει σκέπαστρο, για να εξουδετερώνεται ο ήλιος και στο οποίο κοιμούνται τα μεσημέρια και τις πολύ ζεστές νύχτες, [κρεβάτι + ούλι > κρεβατσούλι] (με τσιτακισμό).
Κριγιουκόβουμι ρ. = πιάνομαι απ' τη μέση και πάνω. Απ' τη μέση και κάτω χρησιμοποιείται το κουλουκόβουμι. [κρέας + κόβω]
Κριμανταλάς επίθ. = κακοντυ μένος ψηλός, που θαρρείς πως κρέμονται τα ρούχα πάνω του, εξού και η ετυμολογία της λ. [ίσως κρεμανταράς > κρεμανταλάς (με ανομοίωση) < κρεμώ (λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Κριμασίδ' (το) = χρυσαφικό (φλουρί, λίρα, σταυρός, αλυσίδα) που κρεμούσαν οι συγγενείς στο λαιμό της νύφης μετά το μυστήριο του γάμου, ή το έδιναν στο χέρι της. [αρχ. κρέμασις < κρεμώ]
Κρίνα (η) = χάρτινη κούτα συρταρωτή, ή ξυλένια μεσ' την οποία τοποθετούσαν κυρίως τα κοσμήματα αλλά και διάφορα αντικείμενα (κασετίνα), [μεγεθ. τύπος του (το) κρινί < μετγν. σκρίνιον < λατιν. scrinium (= κιβώτιο)]
Κριτσέλ' (το) = μικρός χάλκινος ή σιδερένιος κρίκος καρφωμένος στην εξώπορτα, που επείχε θέση κουδουνιού. Φρ. < Δε μούρη Λεν' ποιος κ'δουνίζ' του κριτσέλ' μας >. Παρ. < τ'ς χήρας του κριτσέλ' τσι μαλαματένιου να του δεις να μην του φθουνήγσ'ς > (= γιατί σαν χήρα και απροστάτευτη που είναι, δεν πρέπει να φθονείται κι' αν ακόμα ευημερεί), [μεσν. κρικέλλιν < μετγν. κρικέλλιον, υποκορ. του κρίκελλος, υποκορ. του κρίκος]
Κρίτσιλας (ο) = ζητιάνος (αυτός που χτυπά το κρικέλι του σπιτιού ζητώντας ελεημοσύνη καλείται κρίτσιλας). [κρικέλ > κρίτσιελ + ας (κατάλ.) > κρίτσιλας]
Κρούζου ρ. = πονοκεφαλιάζω κάποιον απ' την πολυλογία, ή και τον συνεχή θόρυβο. Κρούζουμι (παθητικό) ζαλίζομαι, κυρίως από υψηλό πυρετό. Φρ. < σταμάτα να βρουντουλουγάς, γιατί έκρουσις του γ'δί μ' > (= κεφάλι), [αρχ. κρούω με ανάπτυξη ενός ζ, όπως λούζω]
Κρουμμ'δουκούτσ' (το) = βολβός του κρεμμυδιού που χρησιμοποιείται ως σπόρος (κοκάρι). [μεσν. κρομμύδιν < μετγν. κρομμύδιον < αρχ. κρόμμυον] κρεμμυδοκούκι > κριμμ'δουκούτσ' (με κώφωση του ε, σίγηση του άτονου υ και τσιτακισμό).
Κρουσαριό (το) = η ερημιά, καταστροφή. Φρ. < γη σίφνας τα ποίτσι (εποίησε) κρουσαριό >. [μεσν. κουρσός > κρούσος (με μετάθεση του ρ) < λατιν. cursus (= επιδρομή).
Κρούσου επίρρ. = ρημαδιό < κρούσου ποίκα του σπίτ' > < κουρσός > κρούσος (με μετάθεση του ρ) > κρούσου]
Κρυγιάγουρους επίθ. = 1) αυτός που σε παγώνει με τα άνοστα και άχαζα φερσίματα του. 2) φρούτο που δεν έχει ακόμα ωριμάσει, το μισώριμο. [κρύος + άγουρος > κρυάγουρος > κρυγιάγουρος] Άγουρος < α στερητικό + ώρα (= αυτός που δεν είναι ώριμος, στην ώρα του).
Κρυγιόκουλους (ο) = πολύ άχαζος και βρομερός, ίδιος με τον πισινό, [κρύος + κώλος] (η λ. κρύο ως α' συνθ. δηλώνει πως το πρόσωπο στο οποίο προσάπτεται είναι αντιπαθητικός άνθρωπος).
Κρυγιόμπλαστρου (το) = κρύο έμπλαστρο, άχαζος, κρύος στα καμώματα, ενοχλητικός, κολλητσίδα. [κρύο + έμπλαστρο < αρχ. έμπλαστον < εμπλάσσω] = φαρμακοτεχνικό παρασκεύασμα που επικολλάται σε πάσχοντα μέρη του σώματος.
Κρυγιουπούλ' (το) = αυτός που κρυώνει πολύ. (Ως β' συνθετικό το < πολύ > και όχι το < πουλί >, γιατί τα πουλιά δεν κρυώνουν). Φρ. < του κρυγιουπούλ' κουντεύ' να κάτσ' πα στα κάρ'να > (= κάρβουνα), [κρύος + πολύ]
Κσόμ'για (η) = χρυσόμυγα. Μεταφ. ενοχλητικός, βρομερός, όπως οι χρυσόμυγες, [κσος (= χρυσός) < χρυσός > κρυσός > κ'σός (με σίγηση του άτονου -ρυ) + μύγα]
Κσούρ (το) = ελάττωμα σωματικό ή ψυχικό, [τουρκ. kusur]
Κ'σουρλούς (ο) = ο ελαττωματικός γενικά και ειδικά ο κίναιδος. [τουρκ. kusur]
Κστέλα (η) = κούπα βαθιά, [λατιν. scutella, υποκορ. του scutum (= περικεφαλαία)]
Κστέλ' (το) = 1) μικρό πιατάκι, υποκορ. του κστέλλα. 2) Κστέλ' ιμ (= Χριστούλη μου). [Χριστός > κριστός > κστός (με σίγηση του άτονου -ρι- όπως χρυσός > κσός]. Φρ.< κ'σό μουρέλ' >
Κστουρώ ρ. = χτυπώ με το κεφάλι. Φρ. < κστούρξα στου τοίχου του τσιφάλ' ιμ >. Το ρήμα ακούγεται στις καθημερινές συζητήσεις, κυρίως όμως κατά την περίοδο του Πάσχα, τότες που κατά τα έθιμα σκουτουράμε τα Πασχαλινά αβγά (= τσουγκρίζουμε). Το ρ. προέκυψε κατά Μ. Φιλήντα (λεξ. Ν. Ανδριώτη) απ' το ουσ. κούτρα > κουτρώ > κστουρώ (με μετάθεση του τ και ανάπτυξη ενός σ)]
Κταβέλ' (το) = το μικρό του σκύλου. Μεταφ. δουλοπρεπής, κουτός. Αβέβαιου ετύμου. [μεσν. κουτάβιν. Η σύνδεση με το αρχ. κότταβος (είδος παιχνιδιού κατά το οποίο εκσφενδονίζουν νερό από ποτήρι εναντίον λεκάνης) (= μορφή σκοποβολής με νερό) δεν έχει στήριξη (λεξ. Γ. Μπαμπινιώτη).
Κ'τάλα (η) = μεγάλο κουτάλι, ωμόπλάτη. Φρ. < ωχ γη κ'τάλα μ' σαν πουνεί τσιούλα μ' τ1 άλλα μ' > (= τα γεννητικά όργανα), [μεσν. κουτάλα > κτάλα, μεγεθ. τύπος του κουτάλι < αρχ. σκυτάλη]
Κ'τέλ' (το) = κουτί (κυρίως σπίρτων), [υποκορ. του κουτί, νεότερο κυτίον, υποκορ. το κύτος] (= το κοίλο μέρος του πλοίου).
Κτίτσ' (το) = κεφάλι [κοτίκιον (το), υποκορ. του αρχ. κοτίς (= ινιακό κόκκαλο) > κόττικος, πληθ, κόττικοι (= περικεφαλαίες)]
Κτουρίδ' (το) = ξυλοκέρατο. βλ. λ. Γκτουρίδ'.
Κτουρού και κτουράδα επίρρ. = χωρίς μέτρημα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό. Φρ. < πούλησα τα μήλα πάνου απ' τις μ'λιές κτουρού >. [τουρκ. goturu]
Κτσάφτ'ς (ο) = ο με κομμένο το αυτί. [κουτσός + αυτί > κουτσάφτης > κτσάφ'τς]. < αρχ. κόπτω]
Κτσαχείλ'ς (ο) = ο με κομμένο χείλος, [κουτσός + χείλος < αρχ. χείλος] < αρχ. κόπτω]
Κ'τσίζου ρ. = πασπαλίζω, ρίχνω κόκκους αλατιού, πιπεριού στο φαγητό. Η φρ. < να σι κ'τσίσου μη βρουμήγσ'ς > λέγεται για τους αφελείς, που τους εκμεταλλεύονται οι πονηροί. Η φρ. < κούτσι τίπουτα > σημαίνει σου έδωσε τίποτα σε χρήμα ή είδος. < ε Γιώργ', κούτσι τίποτα πατέρας σίμερα; > (= έδωσε λεφτά;), [κόκκος > κοκκ + ίζω (κατάλ.) > κουκκίζου > κ'τσίζου] (με σίγηση του άτονου - ου - και τσιτακισμό).
Κ'τσό (το) = το γνωστό παιχνίδι (κουτσό).
Κ'τσουδούλ' (το) = μικροδουλειά. Φρ. < μη μι περιμένιτι, δεν θα νέρ-του στου καφινέ απόψι, γιατί έχου κατ' κ'τσουδούλεια >. [κουτσό + δουλειά]
Κτσουμάμδους (ο) = έντομο που αναπτύσσεται μέσα στον καρπό τιου κουκιού, [κουκί+μαμούδ', υποκορ. του μετγν. μάμμος (= σπιτικός δούλος)]
Κτσουμύτ'ς (ο) = ο με κομμένη τη μύτη, [κουτσός + μύτη]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου